σημειωτός: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "ῶ</i>, -<i>ώνω]]" to "ῶ]], -ώνω") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό(ν) / [[σημειωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ | |mltxt=-ή, -ό(ν) / [[σημειωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ]], -ώνω<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[βήμα]] σημειωτόν» ή, [[απλώς]], «σημειωτόν» — ρυθμική [[κίνηση]] τών ποδιών στο ίδιο [[σημείο]], [[χωρίς]] [[μετακίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προχωρώ]] [ή κινοῦμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»<br /><b>μτφ.</b> έχω πολύ μικρή πρόοδο, [[προχωρώ]] [[πάρα]] πολύ [[αργά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με [[σημείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάνω]] του σχεδιάσματα. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σημειωτός:''' [adj. verb. к [[σημειόω]] обозначенный, отмеченный Sext. | |elrutext='''σημειωτός:''' [adj. verb. к [[σημειόω]] обозначенный, отмеченный Sext. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 16 July 2021
English (LSJ)
ή, όν, A signified, inferred from a sign, S.E.P.2.101,M.8.166.
German (Pape)
[Seite 875] bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v. l. σημειώδης.
Greek (Liddell-Scott)
σημειωτός: -ή, -όν, ἄξιος σημειώσεως, σημειωθείς, ἐπίσημος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 101.
Greek Monolingual
-ή, -ό(ν) / σημειωτός, -ή, -όν, ΝΑ σημειῶ, -ώνω
νεοελλ.
1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» — ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση
2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῦμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»
μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ πάρα πολύ αργά
αρχ.
1. αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με σημείο
2. αυτός που έχει επάνω του σχεδιάσματα.
Russian (Dvoretsky)
σημειωτός: [adj. verb. к σημειόω обозначенный, отмеченный Sext.