δοράτιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[lanza]], [[pica]] gener. de uso milit., en infantería ἀκόντια καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται ἐς πόλεμον ἄνθρωποι Hdt.1.34, [[ἄνευ]] δορατίου καὶ ξίφους κἀκοντίου Ar.<i>Pax</i> 553, cf. <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.422.267 (V a.C.), Th.4.34, X.<i>An</i>.6.4.23, Mnesim.7.6, Aen.Tact.29.6, Ph.2.315, I.<i>AI</i> 6.244, D.C.38.50.1, [[εἶδον]] ἐπὶ δορατίων ἀναπεπηγυίας τὰς κεφαλὰς τῶν ... ἡγεμόνων D.H.4.52, λαβὼν ... τὰ δοράτια μετὰ τῶν ἄλλων ἀπήντησεν αὐτῷ δορυφόρων Plu.2.489f, cf. <i>Dio</i> 24, μικρὰ δοράτια op. δόρατα μεγάλα Paus.8.50.1, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1424.6 (IV a.C.), de la lanza de Atenea, Luc.<i>DDeor</i>.23.1, en la caballería ἱππεῖς ... δοράτια φέροντες Agath.2.8.1, cf. 1.9.1.
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[lanza]], [[pica]] gener. de uso milit., en infantería ἀκόντια καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται ἐς πόλεμον ἄνθρωποι Hdt.1.34, [[ἄνευ]] δορατίου καὶ ξίφους κἀκοντίου Ar.<i>Pax</i> 553, cf. <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.422.267 (V a.C.), Th.4.34, X.<i>An</i>.6.4.23, Mnesim.7.6, Aen.Tact.29.6, Ph.2.315, I.<i>AI</i> 6.244, D.C.38.50.1, [[εἶδον]] ἐπὶ δορατίων ἀναπεπηγυίας τὰς κεφαλὰς τῶν ... ἡγεμόνων D.H.4.52, λαβὼν ... τὰ δοράτια μετὰ τῶν ἄλλων ἀπήντησεν αὐτῷ δορυφόρων Plu.2.489f, cf. <i>Dio</i> 24, μικρὰ δοράτια op. δόρατα μεγάλα Paus.8.50.1, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1424.6 (IV a.C.), de la lanza de Atenea, Luc.<i>DDeor</i>.23.1, en la caballería ἱππεῖς ... δοράτια φέροντες Agath.2.8.1, cf. 1.9.1.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:50, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορᾰτιον Medium diacritics: δοράτιον Low diacritics: δοράτιον Capitals: ΔΟΡΑΤΙΟΝ
Transliteration A: dorátion Transliteration B: doration Transliteration C: doration Beta Code: dora/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of δόρυ, Hdt.1.34, Th.4.34, Aen.Tact.29.6, Onos.26.1.

German (Pape)

[Seite 658] τό, dim. von δόρυ; Her. 1, 34; Thuc. 4, 34 u. Sp., wie Plut. Rom. 15.

Greek (Liddell-Scott)

δοράτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δόρυ, Ἡρόδ. 1. 34, Θουκ. 4. 34.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
javeline.
Étymologie: δόρυ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
lanza, pica gener. de uso milit., en infantería ἀκόντια καὶ δοράτια καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα τοῖσι χρέωνται ἐς πόλεμον ἄνθρωποι Hdt.1.34, ἄνευ δορατίου καὶ ξίφους κἀκοντίου Ar.Pax 553, cf. IG 13.422.267 (V a.C.), Th.4.34, X.An.6.4.23, Mnesim.7.6, Aen.Tact.29.6, Ph.2.315, I.AI 6.244, D.C.38.50.1, εἶδον ἐπὶ δορατίων ἀναπεπηγυίας τὰς κεφαλὰς τῶν ... ἡγεμόνων D.H.4.52, λαβὼν ... τὰ δοράτια μετὰ τῶν ἄλλων ἀπήντησεν αὐτῷ δορυφόρων Plu.2.489f, cf. Dio 24, μικρὰ δοράτια op. δόρατα μεγάλα Paus.8.50.1, IG 22.1424.6 (IV a.C.), de la lanza de Atenea, Luc.DDeor.23.1, en la caballería ἱππεῖς ... δοράτια φέροντες Agath.2.8.1, cf. 1.9.1.

Greek Monotonic

δοράτιον: τό, υποκορ. του δόρατος, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δοράτιον: ион. δουράτιον (ᾰ) τό небольшое метательное копье, дротик Her., Thuc., Luc., Plut.

English (Woodhouse)

short spear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)