ομαλίζω: Difference between revisions
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(28) |
m (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ὁμαλίζω]]) [[ομαλός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισοπεδώνω]], [[εξομαλύνω]] ( | |mltxt=(ΑΜ [[ὁμαλίζω]]) [[ομαλός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισοπεδώνω]], [[εξομαλύνω]] («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εξομοιώνω]], [[εξισώνω]] («μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[δίνω]] [[λύση]] σε προβληματική [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νομοθέτη) [[αμβλύνω]] τις αντιθέσεις, [[επιφέρω]] [[ισότητα]]<br /><b>2.</b> [[ανάγω]] σε ίση [[ποσότητα]] («τὰ [[σιτία]] καὶ τὸ [[ποτὸν]] ὁμαλίζειν», Διοκλ.)<br /><b>3.</b> (για την [[πέψη]]) [[λειτουργώ]] ομαλά, κανονικά<br /><b>4.</b> (για άνεμο) [[είμαι]] [[ομαλός]], [[πνέω]] [[χωρίς]] διακυμάνσεις<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ὁμαλίζομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] ολοκληρωτική [[καταστροφή]], αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ὁμαλίζω]] ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, φυσιολογικό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:30, 2 August 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμαλίζω) ομαλός
1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῖν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.)
μσν.
δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση
αρχ.
1. (για νομοθέτη) αμβλύνω τις αντιθέσεις, επιφέρω ισότητα
2. ανάγω σε ίση ποσότητα («τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν», Διοκλ.)
3. (για την πέψη) λειτουργώ ομαλά, κανονικά
4. (για άνεμο) είμαι ομαλός, πνέω χωρίς διακυμάνσεις
5. παθ. ὁμαλίζομαι
υφίσταμαι ολοκληρωτική καταστροφή, αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)
6. φρ. «ὁμαλίζω ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — καθιστώ κάτι κανονικό, φυσιολογικό.