δίκορος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de doble pupila]]de la mujer de Candaules, Abas 2.<br /><b class="num">2</b> [[de pupilas de color diferente]] dicho de Támiris, Eust.298.44, del emperador Anastasio, Io.Mal.<i>Chron</i>.M.97.580C, Sud. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de doble pupila]] de la mujer de Candaules, Abas 2.<br /><b class="num">2</b> [[de pupilas de color diferente]] dicho de Támiris, Eust.298.44, del emperador Anastasio, Io.Mal.<i>Chron</i>.M.97.580C, Sud. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκορος]], -ον)<br />αυτός του οποίου τα μάτια έχουν διαφορετικό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κόρη]] «στρογγυλό [[άνοιγμα]] της ίριδας του ματιού»]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίκορος]], -ον)<br />αυτός του οποίου τα μάτια έχουν διαφορετικό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κόρη]] «στρογγυλό [[άνοιγμα]] της ίριδας του ματιού»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 9 August 2021
English (LSJ)
ον, A having a double pupil, Ptol.Chenn.p.192W., Suid., Eust.295.44.
German (Pape)
[Seite 629] mit zwei verschiedenen Pupillen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δίκορος: -ον, ὁ ἔχων διαφόρους τὴν χροιὰν ὀφθαλμούς, Μυθογρ. σ. 192, 14 West., Κωνστ. Μανασσ. 3009. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄ σ. 43.
Spanish (DGE)
-ον
1 de doble pupila de la mujer de Candaules, Abas 2.
2 de pupilas de color diferente dicho de Támiris, Eust.298.44, del emperador Anastasio, Io.Mal.Chron.M.97.580C, Sud.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίκορος, -ον)
αυτός του οποίου τα μάτια έχουν διαφορετικό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρη «στρογγυλό άνοιγμα της ίριδας του ματιού»].