δειμαλέος: Difference between revisions
Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δειμᾰλέος) -α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. fem. -έη <i>AP</i> 7.69 (Iul.Aegypt.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cobarde]], [[tímido]]de los hombres que tienen los dedos de los pies unidos entre sí, Arist.<i>Phgn</i>.810<sup>a</sup>23, Polem.Phgn.86, [[αὐδή]] Mosch.2.20, πτώξ Opp.<i>C</i>.1.165, θῆρες Triph.625, cf. B.3.72 (cj.), Hsch., Phot.δ 113.<br /><b class="num">2</b> [[horrible]], [[espantoso]] δ. Διὸς ὅπλον del rayo <i>Batr</i>.(a) 287 (ap. crít.), μυχοί Thgn.1128, Κέρβερε δειμαλέην ὑλακὴν νεκύεσσιν ἰάλλων <i>AP</i> l.c., ἑρπησταί Gr.Naz.<i>Mul.Orn</i>.306.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de forma horribe]] οἶκος ... ἀνέμων ὑπὸ ῥιπῆς ὤρνυτο δ. <i>Orac.Sib</i>.1.228. | |dgtxt=(δειμᾰλέος) -α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. fem. -έη <i>AP</i> 7.69 (Iul.Aegypt.)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cobarde]], [[tímido]] de los hombres que tienen los dedos de los pies unidos entre sí, Arist.<i>Phgn</i>.810<sup>a</sup>23, Polem.Phgn.86, [[αὐδή]] Mosch.2.20, πτώξ Opp.<i>C</i>.1.165, θῆρες Triph.625, cf. B.3.72 (cj.), Hsch., Phot.δ 113.<br /><b class="num">2</b> [[horrible]], [[espantoso]] δ. Διὸς ὅπλον del rayo <i>Batr</i>.(a) 287 (ap. crít.), μυχοί Thgn.1128, Κέρβερε δειμαλέην ὑλακὴν νεκύεσσιν ἰάλλων <i>AP</i> l.c., ἑρπησταί Gr.Naz.<i>Mul.Orn</i>.306.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[de forma horribe]] οἶκος ... ἀνέμων ὑπὸ ῥιπῆς ὤρνυτο δ. <i>Orac.Sib</i>.1.228. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:25, 9 August 2021
English (LSJ)
α, ον, A timid, Arist.Phgn. 810a23, Mosch.2.20, Opp.C.1.165. II horrible, fearful, Batr. 287, cj. in Thgn.1128.
German (Pape)
[Seite 537] 1) furchtsam, Mosch. 2, 20, – 2) furchtbar, ὅπλον Batr. 289; Theogn. 1128; Iul. Aeg. 59 (VII, 69).
Greek (Liddell-Scott)
δειμαλέος: -α, -ον, δειλός, πλήρης φόβου, Μόσχ. 2. 20, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 2. ― Ἐπίρρ. –λέως Χρησμ. Σιβυλ. 1, σ. 176. ΙΙ. φοβερός, ἐμποιῶν φόβον, Βατραχομ. 289, Θέογν. 1124.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 effrayant;
2 timide, craintif.
Étymologie: δεῖμα.
Spanish (DGE)
(δειμᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -έη AP 7.69 (Iul.Aegypt.)
I 1cobarde, tímido de los hombres que tienen los dedos de los pies unidos entre sí, Arist.Phgn.810a23, Polem.Phgn.86, αὐδή Mosch.2.20, πτώξ Opp.C.1.165, θῆρες Triph.625, cf. B.3.72 (cj.), Hsch., Phot.δ 113.
2 horrible, espantoso δ. Διὸς ὅπλον del rayo Batr.(a) 287 (ap. crít.), μυχοί Thgn.1128, Κέρβερε δειμαλέην ὑλακὴν νεκύεσσιν ἰάλλων AP l.c., ἑρπησταί Gr.Naz.Mul.Orn.306.
II adv. -ως de forma horribe οἶκος ... ἀνέμων ὑπὸ ῥιπῆς ὤρνυτο δ. Orac.Sib.1.228.
Greek Monolingual
δειμαλέος, -α, -ον (Α)
1. ο γεμάτος φόβο, ο τρομαγμένος («δειμαλέην αὐδήν» — τρομαγμένη φωνή, φωνή που έδειχνε τρόμο)
2. αυτός που προκαλεί τρόμο («κεραυνὸν δειμαλέον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (πρβλ. θαρσαλέος, σμερδαλέος κ.ά.)].
Greek Monotonic
δειμαλέος: -α, -ον (δεῖμα),
I. φοβισμένος, τρομαγμένος, σε Μόσχ.
II. τρομερός, αυτός που εμπνέει φόβο, φοβερός, σε Βατραχομ., Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
δειμᾰλέος:
1) страшный (ὅπλον Batr.; ὑλακὴ Κερβέρου Anth.);
2) боязливый, пугливый Arst.