βλωθρός: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βλωθρός]], -ά, -όν (Α)<br />(για δέντρα) [[ψηλός]], [[μεγαλόπρεπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. [[βλωθρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μλωθρός</i> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>mel</i><i>ō</i><i>dh</i>- «ύψωμα, [[κεφάλι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ <i>m</i><i>ū</i><i>rdhάn</i>- «[[κεφάλι]], [[κορυφή]]», αγγλοσαξ. <i>molda</i> «[[κορυφή]] του κεφαλιού»). Η υποτεθείσα [[σχέση]] με το [[βλώσκω]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]] από σημασιολογικής πλευράς].
|mltxt=[[βλωθρός]], -ά, -όν (Α)<br />(για δέντρα) [[ψηλός]], [[μεγαλόπρεπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. [[βλωθρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μλωθρός</i> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>mel</i><i>ō</i><i>dh</i>- «ύψωμα, [[κεφάλι]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ <i>m</i><i>ū</i><i>rdhάn</i>- «[[κεφάλι]], [[κορυφή]]», αγγλοσαξ. <i>molda</i> «[[κορυφή]] του κεφαλιού»). Η υποτεθείσα [[σχέση]] με το [[βλώσκω]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]] από σημασιολογικής πλευράς].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:29, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλωθρός Medium diacritics: βλωθρός Low diacritics: βλωθρός Capitals: ΒΛΩΘΡΟΣ
Transliteration A: blōthrós Transliteration B: blōthros Transliteration C: vlothros Beta Code: blwqro/s

English (LSJ)

ά, όν, A tall, πίτυς β. Il.13.390; β. ὄγχνη Od.24.234, cf. A.R.4.1476, Q.S.8.204; βλωθρῇ ἐπὶ ποίῃ Arat.1089. (Perh. cf. Skt. mūrdhā´ 'head', OE. molda 'head'.)

German (Pape)

[Seite 450] (βλώσκω?), hochaufschießend, hoch, von Bäumen, Hom. dreimal, πίτυς Iliad. 13, 390. 16, 483, ὄγχνη Odyss. 24, 234; – πίτυς Ep. ad. 384 (IX, 131); κότινος Eryc. 9 (IX, 233); πλάτανος 14 (VII, 174); a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

βλωθρός: -ά, -όν, (βλώσκω) ὑψηλός, μεγαλοπρεπής, ἠὲ πίτυς βλωθρὴ Ἰλ. Ν. 390· στὰς ἄρ' ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην Ὀδ. Ω. 234.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui pousse haut ou dru.
Étymologie: R. Βλαθ, germer, pousser ; cf. βλαστάνω.

English (Autenrieth)

tall, of trees.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
• Alolema(s): ép. fem. -ή Il.13.390; hiperjón. γλωθρός Hes.Fr.204.124
alargado, alto esp. de árboles πίτυς Il.l.c., Q.S.8.204, ἀπὸ γλωθρῶν δενδρέων ... χαμᾶζε χεύετο καλὰ πέτηλα Hes.l.c., cf. Od.24.234, A.R.4.1476, AP 9.233 (Eryc.), ποίη Arat.1089.
• Etimología: De *μλωθρός y rel. c. μέλαθρον según algunos autores c. una solución un tanto anómala de la r.

Greek Monolingual

βλωθρός, -ά, -όν (Α)
(για δέντρα) ψηλός, μεγαλόπρεπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. βλωθρός < μλωθρός < (ινδοευρ. ρίζα) melōdh- «ύψωμα, κεφάλι» (πρβλ. αρχ. ινδ mūrdhάn- «κεφάλι, κορυφή», αγγλοσαξ. molda «κορυφή του κεφαλιού»). Η υποτεθείσα σχέση με το βλώσκω δεν έχει ισχυρή βάση από σημασιολογικής πλευράς].

Greek Monotonic

βλωθρός: -ά, -όν, ψηλός, ευθυτενής, αρχοντικός, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής, λέγεται για δένδρα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

βλωθρός: высокоствольный, высокий (πίτυς Hom., Anth.; ὄγχνη Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: (grown) high (of trees; Il.).
Other forms: γλωθρός (Hes.), a form mostly not mentioned.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Hardly as *μλωθρός to a word for head, Skt. mūrdhán- m. - βλώσκω "est loin pour le sens." (DELG). (Not to μέλαθρον or βλαστάνω.) Beekes, Dev. 215f. The form with γ- suggests Pre-Greek.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλωθρός -ά -όν hoog oprijzend.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
tall, stately, of trees, Hom.

Frisk Etymology German

βλωθρός: {blōthrós}
Meaning: hochgewachsen (von Bäumen, ep. seit Il.).
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology : Wenn aus *μλωθρός, kann βλωθρός mit einem arisch-germanischen Wort für Kopf eng verwandt sein, aind. mūrdhán- m. Kopf, oft übertr. Gipfel, ags. molda m. der obere Teil des Kopfes, Scheitel. Sogar direkte Ableitung von einem idg. r-n-Stamm kann vorliegen; zur Entsprechung gr. ρω : aind. ūr < idg. l̥̄ Schwyzer 361. In Betracht kommt auch toch. A malto zuerst (Fraenkel IF 50, 6f.). — Anders Pisani KZ 62, 271 (zu toch. mrāc). — Vgl. βλώσκω und μέλαθρον, auch βλαστάνω.
Page 1,246