γοργώψ: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γοργώψ]] (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)<br /><b>1.</b> ο [[γοργωπός]]<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> [[γοργῶπις]], <i>η</i><br />[[επίθετο]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γοργός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> (<i>ωπός</i>) «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλαυκώψ]] και για το θηλ. <b>[[πρβλ]].</b> [[γλαυκώπις]], [[ελικώπις]], [[ευώπις]] κ.α)].
|mltxt=[[γοργώψ]] (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)<br /><b>1.</b> ο [[γοργωπός]]<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> [[γοργῶπις]], <i>η</i><br />[[επίθετο]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γοργός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> (<i>ωπός</i>) «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]» ([[πρβλ]]. [[γλαυκώψ]] και για το θηλ. [[πρβλ]]. [[γλαυκώπις]], [[ελικώπις]], [[ευώπις]] κ.α)].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 08:37, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργώψ Medium diacritics: γοργώψ Low diacritics: γοργώψ Capitals: ΓΟΡΓΩΨ
Transliteration A: gorgṓps Transliteration B: gorgōps Transliteration C: gorgops Beta Code: gorgw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, = γοργωπός (fierce-eyed, grim-eyed), E. El. 1257, Or. 261 ; — fem. γοργῶπις, ιδος, of Athena, S. Aj. 450, Fr. 844.

German (Pape)

[Seite 503] ῶπος, ὁ, ἡ, dass., Eur. El. 1257 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
c. γοργωπός.

Spanish (DGE)

-ῶπος
1 de mirada terrorífica γοργῶπες ... ὀμμάτων αὐγαί E.HF 131, de las Erinis, E.Or.261.
2 ornado con la cara de la Gorgona de la égida, E.El.1257.

Greek Monolingual

γοργώψ (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)
1. ο γοργωπός
2. θηλ. γοργῶπις, η
επίθετο της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωψ, -ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)].

Russian (Dvoretsky)

γοργώψ: ῶπος adj. Eur. = γοργωπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοργώψ -ῶπος Γοργώ, ὤψ] met het hoofd van de Gorgo (gezegd van het schild van Athena); Eur. El. 1257; overdr. met grimmige, angstaanjagende blik.