εγωιστής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />εγωίστρια, η<br />εγωιστούδικο, το<br />αυτός που φροντίζει μόνο για το προσωπικό του όφελος, αδιαφορώντας για τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>egoiste</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>ego</i>)].
|mltxt=ο<br />εγωίστρια, η<br />εγωιστούδικο, το<br />αυτός που φροντίζει μόνο για το προσωπικό του όφελος, αδιαφορώντας για τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>egoiste</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>ego</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
εγωίστρια, η
εγωιστούδικο, το
αυτός που φροντίζει μόνο για το προσωπικό του όφελος, αδιαφορώντας για τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. (πρβλ. γαλλ. egoiste < λατ. ego)].