επισφαλής: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐπισφαλής]])<br /><b>1.</b> αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε [[πτώση]], [[αβέβαιος]], [[ασταθής]] (α. «η [[θέση]] της κυβέρνησης [[είναι]] [[επισφαλής]]» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κτίσματα) [[σαθρός]], [[ετοιμόρροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενέχει κινδύνους, ο [[επικίνδυνος]] («ἰσχυρῷ καὶ ἐπισφαλεῑ νοσήματι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξασφαλισμένος από [[επίθεση]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) ο [[μειονεκτικός]] από [[άποψη]] ασφάλειας, αυτός που η [[θέση]] του [[είναι]] επικίνδυνη<br /><b>4.</b> «[[ἐπισφαλής]] εἰμι εἴς τι» — [[υπόκειμαι]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] για [[κακό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επισφαλώς</i><br />με τρόπο επισφαλή, επικίνδυνα, αβέβαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαλής</i> από θ. <i>σφαλ</i>- (<i>έ</i>-<i>σφαλ</i>-<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σφαλής δομο</i>-<i>σφαλής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἐπισφαλής]])<br /><b>1.</b> αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε [[πτώση]], [[αβέβαιος]], [[ασταθής]] (α. «η [[θέση]] της κυβέρνησης [[είναι]] [[επισφαλής]]» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κτίσματα) [[σαθρός]], [[ετοιμόρροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενέχει κινδύνους, ο [[επικίνδυνος]] («ἰσχυρῷ καὶ ἐπισφαλεῑ νοσήματι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] εξασφαλισμένος από [[επίθεση]]<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) ο [[μειονεκτικός]] από [[άποψη]] ασφάλειας, αυτός που η [[θέση]] του [[είναι]] επικίνδυνη<br /><b>4.</b> «[[ἐπισφαλής]] εἰμι εἴς τι» — [[υπόκειμαι]] σε [[κάτι]], [[κυρίως]] για [[κακό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επισφαλώς</i><br />με τρόπο επισφαλή, επικίνδυνα, αβέβαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαλής</i> από θ. <i>σφαλ</i>- (<i>έ</i>-<i>σφαλ</i>-<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]])<br />[[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σφαλής δομο</i>-<i>σφαλής</i>].
}}
}}

Revision as of 08:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Α ἐπισφαλής)
1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση της κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.)
2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος
αρχ.
1. αυτός που ενέχει κινδύνους, ο επικίνδυνος («ἰσχυρῷ καὶ ἐπισφαλεῑ νοσήματι», Ιπποκρ.)
2. αυτός που δεν είναι εξασφαλισμένος από επίθεση
3. (για τόπο) ο μειονεκτικός από άποψη ασφάλειας, αυτός που η θέση του είναι επικίνδυνη
4. «ἐπισφαλής εἰμι εἴς τι» — υπόκειμαι σε κάτι, κυρίως για κακό.
επίρρ...
επισφαλώς
με τρόπο επισφαλή, επικίνδυνα, αβέβαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σφαλής από θ. σφαλ- (έ-σφαλ-ον < σφάλλω)
πρβλ. α-σφαλής δομο-σφαλής].