εὔμαρις: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔμαρις]], -άριδος, ἡ (Α)<br />ασιατικό [[σάνδαλο]], [[είδος]] παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως, [[πράγμα]] συνηθισμένο για ονομασίες [[υποδημάτων]] ( | |mltxt=[[εὔμαρις]], -άριδος, ἡ (Α)<br />ασιατικό [[σάνδαλο]], [[είδος]] παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως, [[πράγμα]] συνηθισμένο για ονομασίες [[υποδημάτων]] ([[πρβλ]]. <i>αρβύλη</i>, [[ασκέρα]], [[βλαύτη]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:12, 23 August 2021
English (LSJ)
[later ᾰ (v. infr.)], ιδος, ἡ, acc. A εὔμᾱριν A.Pers.660 (lyr.); but acc. pl. εὐμᾱρίδας (sic) Lyc.855 (on the accent, v. Hdn.Gr.1.99): —an Asiatic shoe or slipper (made of deerskin, Poll.7.90), βαρβάροις ἐν εὐμάρισι E.Or.1370 (lyr.); κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων A.l.c.; βαθύπελμος εὔμᾰρις AP7.413 (Antip.), cf. Lyc.l.c. (Prob. a foreign word.)
German (Pape)
[Seite 1079] (so Poll. 7, 90 u. Arcad. 34, 4 accent., accus. bei Aesch.), ιδος, ἡ, orientalische Fußbekleidung für Männer; εὔμαριν Aesch. Pers. 651; βαρβάροις ἐν εὐμαρίσιν Eur. Or. 1364; für Frauen, Lycophr. 855, βαθύπελμος εὐμαρίς Ant. Sid. 82 (VII, 413) [α kurz]. Die Alten leiten es von εὐμάρα od. εὐμαρής ab, doch scheint es ein orientalisches Wort.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμᾱρις: -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι σανδάλιον, «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων (ἐπειδὴ τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν χρῶμα ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια ταῦτα εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ εὔμαρις ἐκαλεῖτο βαθύπελμος, Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. ξένη λέξις). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ..
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).
Étymologie: mot oriental.
Greek Monolingual
εὔμαρις, -άριδος, ἡ (Α)
ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)].
Greek Monotonic
εὔμᾱρις: -ιδος, ἡ, αιτ. -ιν, Ασιατικό σανδάλι ή παντόφλα, σε Αισχύλ., Ευρ. (ξένη λέξη).
Russian (Dvoretsky)
εὔμαρις: ιδος, v. l. εὐμαρίς, ίδος (ᾱ, реже ᾰ) ἡ эвмарида (род восточной обуви) (κροκόβαπτος Aesch.; βαθύπελμος Anth.; βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Eur.).
Frisk Etymological English
-ιδος, -ιν
Grammatical information: f.
Meaning: name of an Asiatic shoe or slipper of deer-skin (A. and E. in lyr., AP 7, 413 (α), Poll.); εὐμαρίδας acc. pl. as attribute of ἀσκέρας, so prob. adjectival (Lyc. 855).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Foreign word of unknown origin; cf. the foreign names for shoes in Schwyzer 61; also Björck Alpha impurum 68.
Middle Liddell
εὔμᾱρις, ιδος
an Asiatic shoe or slipper, Aesch., Eur. [A foreign word
Frisk Etymology German
εὔμαρις: -ιδος, -ιν
{eúmāris}
Grammar: f.
Meaning: Bezeichnung eines asiatischen Schuhs oder Pantoffels aus Hirschhaut (A. und E. in lyr., AP 7, 413 [α], Poll.); εὐμαρίδας Akk. pl. als Attribut von ἀσκέρας, somit wohl adjektivisch (Lyk. 855).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft; vgl. die fremden Schuhbezeichnungen bei Schwyzer 61; dazu Björck Alpha impurum 68.
Page 1,588-589