εὔκερως: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ων (Α [[εὔκερως]], -ων και ασυναίρ. [[εὐκέραος]], -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[εύκερως]]<br />[[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ωραία κέρατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκεράως</i> (Α)<br />με ωραία κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>κερως</i>, <i>μονό</i>-<i>κερως</i>].
|mltxt=-ων (Α [[εὔκερως]], -ων και ασυναίρ. [[εὐκέραος]], -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[εύκερως]]<br />[[γένος]] υμενόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ωραία κέρατα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκεράως</i> (Α)<br />με ωραία κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>κερως</i>, <i>μονό</i>-<i>κερως</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔκερως:''' ων украшенный красивыми или длинными рогами ([[ἄγρα]] = [[βοῦς]] Soph.).
|elrutext='''εὔκερως:''' ων украшенный красивыми или длинными рогами ([[ἄγρα]] = [[βοῦς]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 09:14, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκερως Medium diacritics: εὔκερως Low diacritics: εύκερως Capitals: ΕΥΚΕΡΩΣ
Transliteration A: eúkerōs Transliteration B: eukerōs Transliteration C: eykeros Beta Code: eu)/kerws

English (LSJ)

ων, contr. for A εὐκέραος, ἄγρα S.Aj.64; (τράγος) Herod. 8.17: neut. pl., τὰ εὔκερω Max.Tyr.35.7: acc. pl. εὐκέρωτας Gp.18.1.3:—poet. ἠΰκερος, Μήνη Doroth. ap. Heph.Astr.3.30.

German (Pape)

[Seite 1074] ωτος, wohl gehörnt, ἄγρα Soph. Ai. 64. 290, beidemal im accus., s. ἠΰκ. u. εὐκέραος.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκερως: -ων, συνῃρ. ἀντὶ εὐκέραος· γεν. εὐκέρωτος Γεωπ. 18. 1, 3.

French (Bailly abrégé)

ας, ων;
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κέρας.

Greek Monolingual

-ων (Α εὔκερως, -ων και ασυναίρ. εὐκέραος, -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)
νεοελλ.
ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
επίρρ...
εὐκεράως (Α)
με ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κερως, (< κέρας), πρβλ. ά-κερως, μονό-κερως].

Russian (Dvoretsky)

εὔκερως: ων украшенный красивыми или длинными рогами (ἄγρα = βοῦς Soph.).