ζωογράφος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ζωογράφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ζωογράφος]]<br />α) ο [[ζωγράφος]] ζώων, αυτός που ασχολείται με τη [[ζωογραφία]], την [[απεικόνιση]] ζώων<br />β) ο [[ζωολόγος]] που ασχολείται ειδικά με την [[περιγραφή]] τών ζώων, με τη [[ζωογραφία]] (2)<br /><b>αρχ.</b><br />μτγν. τ. [[αντί]] [[ζωγράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)-(ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κακο</i>-[[γράφος]], <i>ορθο</i>-[[γράφος]].
|mltxt=-ο (Α [[ζωογράφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ζωογράφος]]<br />α) ο [[ζωγράφος]] ζώων, αυτός που ασχολείται με τη [[ζωογραφία]], την [[απεικόνιση]] ζώων<br />β) ο [[ζωολόγος]] που ασχολείται ειδικά με την [[περιγραφή]] τών ζώων, με τη [[ζωογραφία]] (2)<br /><b>αρχ.</b><br />μτγν. τ. [[αντί]] [[ζωγράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)-(ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γράφω]]), [[πρβλ]]. <i>κακο</i>-[[γράφος]], <i>ορθο</i>-[[γράφος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωογράφος Medium diacritics: ζωογράφος Low diacritics: ζωογράφος Capitals: ΖΩΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: zōográphos Transliteration B: zōographos Transliteration C: zoografos Beta Code: zwogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for ζωγρ-, Theoc.15.81 (A v.l. ζῳο-).

Greek (Liddell-Scott)

ζωογράφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ζωγράφος, Θεόκρ. 15. 81.

Greek Monolingual

-ο (Α ζωογράφος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ζωογράφος
α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων
β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2)
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(ΙΙ) + -γράφος (< γράφω), πρβλ. κακο-γράφος, ορθο-γράφος.

Greek Monotonic

ζωογράφος: -ον, ποιητ. αντί ζω-γράφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωογράφος -ου, ὁ [ζωός, γράφω] schilder.

Middle Liddell

ζωο-γράφος, ον poet. for ζωγράφος.]