θεμιστοπόλος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[θεμιστοπόλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θεμιστοπόλος]]<br />ο [[νομικός]], ο [[δικαστής]], ο [[δικηγόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[χρησμοδοτικός]], [[μαντικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / -<i>ομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αι</i>-[[πόλος]], <i>θαλαμη</i>-[[πόλος]].
|mltxt=-ο (Α [[θεμιστοπόλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θεμιστοπόλος]]<br />ο [[νομικός]], ο [[δικαστής]], ο [[δικηγόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το [[δίκαιο]]<br /><b>2.</b> [[χρησμοδοτικός]], [[μαντικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / -<i>ομαι</i>), [[πρβλ]]. <i>αι</i>-[[πόλος]], <i>θαλαμη</i>-[[πόλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστοπόλος Medium diacritics: θεμιστοπόλος Low diacritics: θεμιστοπόλος Capitals: ΘΕΜΙΣΤΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: themistopólos Transliteration B: themistopolos Transliteration C: themistopolos Beta Code: qemistopo/los

English (LSJ)

ον, A ministering law and right, epithet of kings and judges, h.Cer.103. II oracular, σηκοί, of Delphi, Klio15.48 (Delph., iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1194] Gesetz u. Recht verwaltend, βασιλῆες H. h. Cer. 103; Hes. bei Schol. Lycophr. 284; von D. Hal. 5, 73 erwähnt.

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστοπόλος: -ον, (πολέω) ἀπονέμων τὸ δίκαιον, ἐπίθετον τῶν βασιλέων καὶ δικαστῶν, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 103· ὡς τὸ δικασπόλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui administre la justice.
Étymologie: θέμις, πολέω.

Greek Monolingual

-ο (Α θεμιστοπόλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεμιστοπόλος
ο νομικός, ο δικαστής, ο δικηγόρος
αρχ.
1. (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το δίκαιο
2. χρησμοδοτικός, μαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -πολος (< πέλω / -ομαι), πρβλ. αι-πόλος, θαλαμη-πόλος.

Greek Monotonic

θεμιστοπόλος: -ον (πολέω), αυτός που απονέμει το δίκαιο, υπηρετεί τη δικαιοσύνη, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστοπόλος: творящий суд, охраняющий законность (βασιλῆες HH).

Middle Liddell

θεμιστο-πόλος, ον πολέω
ministering law, Hhymn.