θυρεοειδής: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θυρεοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] θυρεού<br /><b>2.</b> αυτός που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή με τον θυρεοειδή χόνδρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> «[[θυρεοειδής]] [[αδένας]]» — [[ενδοκρινής]] [[αδένας]] που βρίσκεται στο μπροστινό και [[κάτω]] [[μέρος]] του λαιμού και ο [[οποίος]] παίζει σημαντικό ρόλο στην [[αύξηση]] του σώματος και στον μεταβολισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυρεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ρομβο</i>-<i>ειδής</i>, <i>ωο</i>-<i>ειδής</i>. Ο [[αδένας]] πήρε την [[ονομασία]] λόγω του σχήματος του. Ως [[ονομασία]] του αδένα, η λ. απαντά ως α' συνθετικό αντιδάνειων λ. με τις μορφές <i>θυρ</i>(<i>ο</i>)- (<i>θυρ</i>-[[αδήν]], <i>θυρο</i>-<i>γένη</i>), <i>θυρεο</i>- (<i>θυρεο</i>-<i>ιωδίνη</i>) και <i>θυρεο</i>-<i>ειδ</i>(<i>ο</i>)- (<i>θυρεο</i>-<i>ειδ</i>-<i>εκ</i>-[[τομή]], <i>θυρεο</i>-<i>ειδο</i>-<i>θερα</i>-<i>πεία</i>)].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[θυρεοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] θυρεού<br /><b>2.</b> αυτός που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή με τον θυρεοειδή χόνδρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> «[[θυρεοειδής]] [[αδένας]]» — [[ενδοκρινής]] [[αδένας]] που βρίσκεται στο μπροστινό και [[κάτω]] [[μέρος]] του λαιμού και ο [[οποίος]] παίζει σημαντικό ρόλο στην [[αύξηση]] του σώματος και στον μεταβολισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυρεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. <i>ρομβο</i>-<i>ειδής</i>, <i>ωο</i>-<i>ειδής</i>. Ο [[αδένας]] πήρε την [[ονομασία]] λόγω του σχήματος του. Ως [[ονομασία]] του αδένα, η λ. απαντά ως α' συνθετικό αντιδάνειων λ. με τις μορφές <i>θυρ</i>(<i>ο</i>)- (<i>θυρ</i>-[[αδήν]], <i>θυρο</i>-<i>γένη</i>), <i>θυρεο</i>- (<i>θυρεο</i>-<i>ιωδίνη</i>) και <i>θυρεο</i>-<i>ειδ</i>(<i>ο</i>)- (<i>θυρεο</i>-<i>ειδ</i>-<i>εκ</i>-[[τομή]], <i>θυρεο</i>-<i>ειδο</i>-<i>θερα</i>-<i>πεία</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠρεοειδής Medium diacritics: θυρεοειδής Low diacritics: θυρεοειδής Capitals: ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thyreoeidḗs Transliteration B: thyreoeidēs Transliteration C: thyreoeidis Beta Code: qureoeidh/s

English (LSJ)

ές,
A shield-shaped: χόνδρος θυρεοειδής (male θυροειδής) the thyroid cartilage (in the larynx), Gal.2.839, UP7.11, al.; νῆσος θυρεοειδής Str.17.2.2; θ. τόπος prob. for θυροειδής in Hippiatr.40.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, wie ein großer Schild, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

θῠρεοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα θυρεοῦ, χόνδρος θυρεοειδὴς (κακῶς θυροειδής), ὁ θυρεοειδὴς χόνδρος (τοῦ λάρυγγος), Γαλην. 2. 839.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ θυρεοειδής, -ές)
1. αυτός που έχει σχήμα θυρεού
2. αυτός που σχετίζεται με τον θυρεοειδή αδένα ή με τον θυρεοειδή χόνδρο
νεοελλ.
ιατρ. «θυρεοειδής αδένας» — ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού και ο οποίος παίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση του σώματος και στον μεταβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο-ειδής, ωο-ειδής. Ο αδένας πήρε την ονομασία λόγω του σχήματος του. Ως ονομασία του αδένα, η λ. απαντά ως α' συνθετικό αντιδάνειων λ. με τις μορφές θυρ(ο)- (θυρ-αδήν, θυρο-γένη), θυρεο- (θυρεο-ιωδίνη) και θυρεο-ειδ(ο)- (θυρεο-ειδ-εκ-τομή, θυρεο-ειδο-θερα-πεία)].