ιθαγενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἰθαγενής]], -ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής)<br />αυτός που κατάγεται από τη [[χώρα]] στην οποία κατοικεί, [[αυτόχθονος]], [[ντόπιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, [[νόμιμος]]<br /><b>2.</b> [[γνήσιος]] («ἰθαγενὲς [[χρυσίον]]» — [[γνήσιος]] [[χρυσός]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰθαγενὲς [[κύημα]]» — κανονικό, φυσιολογικό [[νεογνό]], όχι [[έκτρωμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου ἀλλ' ὀρυκτά» — όχι [[φυσικά]] στόμια του ποταμού, [[αλλά]] σκαμμένα, <b>Ηρόδ.</b><br /><b>5.</b> (για ανέμους) αυτός που πνέει ακριβώς από κάποιο από τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα («ἰθαγενὴς [[νότος]], [[ζέφυρος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιθα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]])<br />το α' συνθετικό προέρχεται από το αντωνυμικό θ. <i>ι</i>- και από το [[επίθημα]] -<i>θα</i>, αντιστοιχεί δε ακριβώς [[προς]] το αρχ. ινδ. <i>iha</i> και το αβεστ. <i>ida</i> «εδώ» (<b>[[πρβλ]].</b> -<i>θα</i>). Μαρτυρούνται δύο ορθογραφίες του τ.: <i>ἰθαιγενής</i> και [[ἰθαγενής]], από τις οποίες την πρώτη διασώζει η χειρόγραφη [[παράδοση]], ενώ τη δεύτερη υποστηρίζουν οι αρχ. γραμματικοί. Το -<i>αι</i>- του τ. <i>ἰθαιγενής</i> μπορεί να οφείλεται [[είτε]] σε [[μετρική]] [[έκταση]] (το <i>ᾱ</i> δηλώθηκε για μετρικούς λόγους με <i>αι</i>), [[είτε]] σε [[αναλογία]] [[προς]] επιρρήματα σε -<i>αι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χαμαί]]). Ενδέχεται όμως ο τ. <i>ἰθαιγενής</i> να προέρχεται από <i>ἰθαι</i>- και να συνδέεται με τη λ. [[ἰθαρός]] «[[καθάριος]], [[χαρούμενος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μιαρός]] - [[μιαιφόνος]]). Στη Νέα Ελληνική για τη σημ. «[[ιθαγενής]]» χρησιμοποιούνται λ. όπως <i>αυτόχθων</i>, [[ντόπιος]], ενώ η λ. [[ιθαγενής]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να δηλώσει τους αυτόχθονες τών τόπων εκείνων τους οποίους ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι από τον 15ο αιώνα και [[μετά]]. Με αυτή τη [[χρήση]] η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] του γαλλ. <i>indigene</i> «αυτόχθων» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>indigena</i>), που χρησιμοποιούνταν σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>Ευρωπαίος</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἰθαγενής]], -ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής)<br />αυτός που κατάγεται από τη [[χώρα]] στην οποία κατοικεί, [[αυτόχθονος]], [[ντόπιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, [[νόμιμος]]<br /><b>2.</b> [[γνήσιος]] («ἰθαγενὲς [[χρυσίον]]» — [[γνήσιος]] [[χρυσός]])<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰθαγενὲς [[κύημα]]» — κανονικό, φυσιολογικό [[νεογνό]], όχι [[έκτρωμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου ἀλλ' ὀρυκτά» — όχι [[φυσικά]] στόμια του ποταμού, [[αλλά]] σκαμμένα, <b>Ηρόδ.</b><br /><b>5.</b> (για ανέμους) αυτός που πνέει ακριβώς από κάποιο από τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα («ἰθαγενὴς [[νότος]], [[ζέφυρος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιθα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]])<br />το α' συνθετικό προέρχεται από το αντωνυμικό θ. <i>ι</i>- και από το [[επίθημα]] -<i>θα</i>, αντιστοιχεί δε ακριβώς [[προς]] το αρχ. ινδ. <i>iha</i> και το αβεστ. <i>ida</i> «εδώ» ([[πρβλ]]. -<i>θα</i>). Μαρτυρούνται δύο ορθογραφίες του τ.: <i>ἰθαιγενής</i> και [[ἰθαγενής]], από τις οποίες την πρώτη διασώζει η χειρόγραφη [[παράδοση]], ενώ τη δεύτερη υποστηρίζουν οι αρχ. γραμματικοί. Το -<i>αι</i>- του τ. <i>ἰθαιγενής</i> μπορεί να οφείλεται [[είτε]] σε [[μετρική]] [[έκταση]] (το <i>ᾱ</i> δηλώθηκε για μετρικούς λόγους με <i>αι</i>), [[είτε]] σε [[αναλογία]] [[προς]] επιρρήματα σε -<i>αι</i> ([[πρβλ]]. [[χαμαί]]). Ενδέχεται όμως ο τ. <i>ἰθαιγενής</i> να προέρχεται από <i>ἰθαι</i>- και να συνδέεται με τη λ. [[ἰθαρός]] «[[καθάριος]], [[χαρούμενος]]» ([[πρβλ]]. [[μιαρός]] - [[μιαιφόνος]]). Στη Νέα Ελληνική για τη σημ. «[[ιθαγενής]]» χρησιμοποιούνται λ. όπως <i>αυτόχθων</i>, [[ντόπιος]], ενώ η λ. [[ιθαγενής]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για να δηλώσει τους αυτόχθονες τών τόπων εκείνων τους οποίους ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι από τον 15ο αιώνα και [[μετά]]. Με αυτή τη [[χρήση]] η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] του γαλλ. <i>indigene</i> «αυτόχθων» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>indigena</i>), που χρησιμοποιούνταν σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>Ευρωπαίος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:56, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἰθαγενής, -ές Α και επικ. τ. ἰθαιγενής)
αυτός που κατάγεται από τη χώρα στην οποία κατοικεί, αυτόχθονος, ντόπιος
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, νόμιμος
2. γνήσιος («ἰθαγενὲς χρυσίον» — γνήσιος χρυσός)
3. φρ. «ἰθαγενὲς κύημα» — κανονικό, φυσιολογικό νεογνό, όχι έκτρωμα
4. φρ. «οὐκ ἰθαγενέα στόματα Νείλου ἀλλ' ὀρυκτά» — όχι φυσικά στόμια του ποταμού, αλλά σκαμμένα, Ηρόδ.
5. (για ανέμους) αυτός που πνέει ακριβώς από κάποιο από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα («ἰθαγενὴς νότος, ζέφυρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιθα- + -γενής (< γένος)
το α' συνθετικό προέρχεται από το αντωνυμικό θ. ι- και από το επίθημα -θα, αντιστοιχεί δε ακριβώς προς το αρχ. ινδ. iha και το αβεστ. ida «εδώ» (πρβλ. -θα). Μαρτυρούνται δύο ορθογραφίες του τ.: ἰθαιγενής και ἰθαγενής, από τις οποίες την πρώτη διασώζει η χειρόγραφη παράδοση, ενώ τη δεύτερη υποστηρίζουν οι αρχ. γραμματικοί. Το -αι- του τ. ἰθαιγενής μπορεί να οφείλεται είτε σε μετρική έκταση (το δηλώθηκε για μετρικούς λόγους με αι), είτε σε αναλογία προς επιρρήματα σε -αι (πρβλ. χαμαί). Ενδέχεται όμως ο τ. ἰθαιγενής να προέρχεται από ἰθαι- και να συνδέεται με τη λ. ἰθαρός «καθάριος, χαρούμενος» (πρβλ. μιαρός - μιαιφόνος). Στη Νέα Ελληνική για τη σημ. «ιθαγενής» χρησιμοποιούνται λ. όπως αυτόχθων, ντόπιος, ενώ η λ. ιθαγενής χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τους αυτόχθονες τών τόπων εκείνων τους οποίους ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι από τον 15ο αιώνα και μετά. Με αυτή τη χρήση η λ. είναι απόδοση του γαλλ. indigene «αυτόχθων» (< λατ. indigena), που χρησιμοποιούνταν σε αντιδιαστολή προς το Ευρωπαίος].