κίφος: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κίφος]], τὸ (Α)<br />([[μεσσηνιακός]] τ.) ο [[στέφανος]] («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ [[στέφανος]], ὅν οἱ Μεσσήνιοι [[κίφος]] καλοῦσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκίφος]] με [[απώλεια]] του <i>σ</i>- ( | |mltxt=[[κίφος]], τὸ (Α)<br />([[μεσσηνιακός]] τ.) ο [[στέφανος]] («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ [[στέφανος]], ὅν οἱ Μεσσήνιοι [[κίφος]] καλοῦσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκίφος]] με [[απώλεια]] του <i>σ</i>- ([[πρβλ]]. [[σκιφίνιον]], [[σκιφατόμος]]). Άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 10:15, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, Messen. for στέφανος, Paus.3.26.9. (For σκίφος, cf. σκιφατόμος.)
German (Pape)
[Seite 1443] τό, nach Paus. 3, 26, 9 messenisch für στέφανος.
Greek (Liddell-Scott)
κίφος: τό, Μεσσην. ἀντὶ στέφανος, Παυσ. 3. 26, 9.
Greek Monolingual
κίφος, τὸ (Α)
(μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῦσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος με απώλεια του σ- (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: Messen. for στέφανος (Paus. 3, 26, 9).
Compounds: σκιφα-τόμος who cuts σκίφα (palms?) [for ψίλινοι στέφανοι]' (IG 5 : 1, 212, 63; Sparta Ia).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For *σκίφος to σκιφίνιον πλέγμα ἐκ φοίνικος H.- Not with Solmsen Wortforsch. 205 (with doubt) to κόφινος; also not with Petersson Glotta 4, 298 to Skt. śiphā fibrous root, rod.
Frisk Etymology German
κίφος: {kíphos}
Grammar: n.
Meaning: messen. Wort für στέφανος (Paus. 3, 26, 9).
Etymology : Für *σκίφος zu σκιφίνιον· πλέγμα ἐκ φοίνικος H., σκιφατόμος ‘der σκίφα (Palmen?) [für ψίλινοι στέφανοι] fällt’ (IG 5 : 1, 212, 63; Sparta Ia). — Nicht mit Solmsen Wortforsch. 205 (zögernd) zu κόφινος; auch nicht mit Petersson Glotta 4, 298 zu aind. śiphā faserige Wurzel, Rute u. a.
Page 1,861