κακηγόρος: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακηγόρος]] και δωρ. τ. [[κακαγόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]] / [[ἀγορεύω]]), | |mltxt=[[κακηγόρος]] και δωρ. τ. [[κακαγόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]] / [[ἀγορεύω]]), [[πρβλ]]. <i>ψευδ</i>-<i>ηγόρος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend. | |elnltext=κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:18, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, Doric κακαγόρος, (< ἀγορεύω) evil-speaking, abusive, slanderous, Pi. O. 1.53; γλῶττα Pl. Phdr. 254e; κ. τινος abusive of one, Ath. 5.220a; Comp. κακηγορίστερος Pherecr. 96; Sup. -ίστατος Ecphant. 5. Adv. -ρως Poll. 8.81.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) κακῶς ὁμιλῶν κατά τινος, ὑβριστικός, ὀνειδιστικός, Πινδ. Ο. 1. 85 (ἐν Αἰολ. αἰτ. πληθ. κακαγόρος)· γλῶττα Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· κ. τινος, κακολογῶν τινα, δυσφημῶν, Ἀθήν. 220Α· - ἀνώμαλ. Συγκρ. κακηγορίστερος Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16· Ὑπερθ. -ίστατος Ἐκφαντίδης ἐν Ἀδήλ. 4. - Ἐπίρρ. -ρως Πολυδ. Η΄, 81.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle mal de, médisant, diffamateur.
Étymologie: κακός, ἀγορεύω.
Greek Monolingual
κακηγόρος και δωρ. τ. κακαγόρος, -ον (Α)
αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ-ηγόρος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend.