καμασῆνες: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμασῆνες]], -ήνων, οἱ (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] των ψαριών<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε <i>κάμασος</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σος</i> ( | |mltxt=[[καμασῆνες]], -ήνων, οἱ (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] των ψαριών<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε <i>κάμασος</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σος</i> ([[πρβλ]]. <i>κόμπα</i>-<i>σος</i>, <i>πέτα</i>-<i>σος</i>). Ο τ. [[καμασῆνες]] συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>š</i><i>ā</i><i>mas</i>, λετον. <i>sams</i>, ρωσ. <i>som</i> και με τη λ. [[κάμαξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ων, οἱ, A fish, Emp.72, 74; a special kind of fish, AP11.20 (Antip. Thess.): sg., Hdn.Gr.2.923.
German (Pape)
[Seite 1316] οἱ, eine Art Fische; Antp. Th. 45 (XI, 20); Ath. VIII, 334 b, aus Empedocl. – Sing. καμασήν Hdn. περὶ μον. λ. p. 17, 7; bei Arcad. 8, 24 καμασσήν.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, εἶδος ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 11. 20· ἀλλὰ παρὰ Ἐμπεδ. 235, 285, ἐπὶ ἰχθύων ἐν γένει.
Greek Monolingual
καμασῆνες, -ήνων, οἱ (Α)
1. ονομασία των ψαριών
2. είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε κάμασος, που εμφανίζει επίθημα -σος (πρβλ. κόμπα-σος, πέτα-σος). Ο τ. καμασῆνες συνδέεται πιθ. με λιθουαν. šāmas, λετον. sams, ρωσ. som και με τη λ. κάμαξ.
Greek Monotonic
κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, είδος ψαριών, σε Ανθ. (ξέν. λέξη).