Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καπετάνιος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καπετάνος και [[καπεταναίος]], ο (Μ [[καπετάνιος]] και καπετάνος και καπεταναΐος και καπετάνης)<br /><b>1.</b> [[αρχηγός]] σώματος ενόπλων, [[οπλαρχηγός]]<br /><b>2.</b> [[οδηγός]], [[ηγέτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πλοίαρχος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[καλός]] [[καπετάνιος]] στη [[φουρτούνα]] φαίνεται» — στις δύσκολες περιστάσεις φαίνεται η [[ικανότητα]] του ατόμου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αξιωματούχος]], [[βαθμοφόρος]]<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]] στόλου, [[ναύαρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αντιδάνεια λ.: ο [[λόγιος]] μσν. τ. [[κατεπάνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ’ [[ἐπάνω]]), [[δημώδης]] τ. <i>κατεπάνος</i>, «[[τίτλος]] αξιωματούχου εξουσιοδοτημένου για τη [[διοίκηση]] τών ιταλικών επαρχιών» &GT; λατ. <i>catepanus</i> και με [[αφομοίωση]] <i>catapanus</i> &GT; λατ. <i>capitan</i>(<i>e</i>)<i>us</i>, με παρετυμολογική [[συσχέτιση]] με τη λεξιλογική [[ομάδα]] της λ. <i>caput</i>, -<i>itis</i> «[[κεφαλή]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>capit</i>-<i>alis</i>, <i>capit</i>-<i>olium</i>) &GT; βεν. <i>capetanio</i> &GT; [[καπετάνιος]]].
|mltxt=και καπετάνος και [[καπεταναίος]], ο (Μ [[καπετάνιος]] και καπετάνος και καπεταναΐος και καπετάνης)<br /><b>1.</b> [[αρχηγός]] σώματος ενόπλων, [[οπλαρχηγός]]<br /><b>2.</b> [[οδηγός]], [[ηγέτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κυβερνήτης]] πλοίου, [[πλοίαρχος]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[καλός]] [[καπετάνιος]] στη [[φουρτούνα]] φαίνεται» — στις δύσκολες περιστάσεις φαίνεται η [[ικανότητα]] του ατόμου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αξιωματούχος]], [[βαθμοφόρος]]<br /><b>2.</b> [[αρχηγός]] στόλου, [[ναύαρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αντιδάνεια λ.: ο [[λόγιος]] μσν. τ. [[κατεπάνω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ’ [[ἐπάνω]]), [[δημώδης]] τ. <i>κατεπάνος</i>, «[[τίτλος]] αξιωματούχου εξουσιοδοτημένου για τη [[διοίκηση]] τών ιταλικών επαρχιών» > λατ. <i>catepanus</i> και με [[αφομοίωση]] <i>catapanus</i> > λατ. <i>capitan</i>(<i>e</i>)<i>us</i>, με παρετυμολογική [[συσχέτιση]] με τη λεξιλογική [[ομάδα]] της λ. <i>caput</i>, -<i>itis</i> «[[κεφαλή]]» ([[πρβλ]]. <i>capit</i>-<i>alis</i>, <i>capit</i>-<i>olium</i>) > βεν. <i>capetanio</i> > [[καπετάνιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

και καπετάνος και καπεταναίος, ο (Μ καπετάνιος και καπετάνος και καπεταναΐος και καπετάνης)
1. αρχηγός σώματος ενόπλων, οπλαρχηγός
2. οδηγός, ηγέτης
νεοελλ.
1. κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος
2. παροιμ. «ο καλός καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται» — στις δύσκολες περιστάσεις φαίνεται η ικανότητα του ατόμου
μσν.
1. αξιωματούχος, βαθμοφόρος
2. αρχηγός στόλου, ναύαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αντιδάνεια λ.: ο λόγιος μσν. τ. κατεπάνω (< κατ’ ἐπάνω), δημώδης τ. κατεπάνος, «τίτλος αξιωματούχου εξουσιοδοτημένου για τη διοίκηση τών ιταλικών επαρχιών» > λατ. catepanus και με αφομοίωση catapanus > λατ. capitan(e)us, με παρετυμολογική συσχέτιση με τη λεξιλογική ομάδα της λ. caput, -itis «κεφαλή» (πρβλ. capit-alis, capit-olium) > βεν. capetanio > καπετάνιος].