καματερός: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[καματερός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, [[καματάρικος]], ο [[κατάλληλος]] για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καματερή</i><br />εργάσιμη [[μέρα]], καθημερινή<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καματερό</i><br />α) [[βόδι]] κατάλληλο για όργωμα<br />β) οι μεταξοσκώληκες<br />γ) το [[πεύκο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλόπονος]], [[προκομμένος]], [[εργατικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καματερόν</i><br />γη καλλιεργήσιμη με [[άροτρο]], [[χωράφι]]<br /><b>2.</b> (για φορτηγά πλοία) [[κατάλληλος]] για [[φόρτωμα]] («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καματηρός]], με [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>ε</i>- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -<i>ρ</i>- ( | |mltxt=-ή, -ό (Μ [[καματερός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, [[καματάρικος]], ο [[κατάλληλος]] για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καματερή</i><br />εργάσιμη [[μέρα]], καθημερινή<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καματερό</i><br />α) [[βόδι]] κατάλληλο για όργωμα<br />β) οι μεταξοσκώληκες<br />γ) το [[πεύκο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλόπονος]], [[προκομμένος]], [[εργατικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καματερόν</i><br />γη καλλιεργήσιμη με [[άροτρο]], [[χωράφι]]<br /><b>2.</b> (για φορτηγά πλοία) [[κατάλληλος]] για [[φόρτωμα]] («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καματηρός]], με [[τροπή]] του -<i>η</i>- σε -<i>ε</i>- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -<i>ρ</i>- ([[πρβλ]]. [[σίδηρος]] > [[σίδερο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:06, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ καματερός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καματερή
εργάσιμη μέρα, καθημερινή
3. το ουδ. ως ουσ. το καματερό
α) βόδι κατάλληλο για όργωμα
β) οι μεταξοσκώληκες
γ) το πεύκο
νεοελλ.
φιλόπονος, προκομμένος, εργατικός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τo καματερόν
γη καλλιεργήσιμη με άροτρο, χωράφι
2. (για φορτηγά πλοία) κατάλληλος για φόρτωμα («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καματηρός, με τροπή του -η- σε -ε- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο)].