καταβόστρυχος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόστρυχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]»), | |mltxt=[[καταβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόστρυχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]»), [[πρβλ]]. <i>ελικο</i>-[[βόστρυχος]], <i>χρυσο</i>-[[βόστρυχος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:14, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with flowing locks, νεανίας E.Ph.146 (lyr.), cf. Aristaenet.2.19, Hld.7.10.
German (Pape)
[Seite 1340] lockig; νεανίας Eur. Phoen. 148; Heliod. 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
καταβόστρῠχος: -ον, κομῶν τοῖς βοστρύχοις, πολλοὺς ἔχων βοστρύχους, «μὲ φουντωτὰ μαλλιά», νεανίας Εὐρ. Φοίν. 146, Ἀρισταίν. 2. 19, Ἡλιόδ. 7. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux boucles pendantes.
Étymologie: κατά, βόστρυχος.
Greek Monolingual
καταβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικο-βόστρυχος, χρυσο-βόστρυχος].
Greek Monotonic
καταβόστρῡχος: -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καταβόστρῠχος: с длинными кудрями, кудрявый (νεανίας Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβόστρυχος -ον [κατά, βόστρυχος] met lange krullen.
Middle Liddell
κατα-βόστρῡχος, ον
with flowing locks, Eur.