κειμηλιάρχης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κειμηλίαρχος]], ο (Α [[κειμηλιάρχης]])<br />ο [[φύλακας]] κειμηλίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κειμήλιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-<i>άρχης</i> / <i>ναύ</i>-<i>αρχος</i>].
|mltxt=και [[κειμηλίαρχος]], ο (Α [[κειμηλιάρχης]])<br />ο [[φύλακας]] κειμηλίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κειμήλιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. <i>αυλ</i>-<i>άρχης</i> / <i>ναύ</i>-<i>αρχος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κειμηλιάρχης Medium diacritics: κειμηλιάρχης Low diacritics: κειμηλιάρχης Capitals: ΚΕΙΜΗΛΙΑΡΧΗΣ
Transliteration A: keimēliárchēs Transliteration B: keimēliarchēs Transliteration C: keimiliarchis Beta Code: keimhlia/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A treasurer, Just.Nou.40 Praef.1.

German (Pape)

[Seite 1412] ὁ, Aufseher über Kostbarkeiten, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κειμηλιάρχης: ἢ -χος, ου, ὁ, θησαυροφύλαξ, ὁ ταμίας ἢ ἀποθηκάριος, τῶν κειμηλίων, Βυζ., ἴδε Ducang.- κειμηλιάρχιον καὶ κειμηλιαρχεῖον, τὸ, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖονἀποθήκη ἐν ᾗ τὰ κειμήλια φυλάσσονται, Πανδέκτ.

Greek Monolingual

και κειμηλίαρχος, ο (Α κειμηλιάρχης)
ο φύλακας κειμηλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιον + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ-άρχης / ναύ-αρχος].