καταγώγιο: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[καταγώγιον]], Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />κακόφημο [[κέντρο]] ή [[κατάστημα]] όπου συχνάζει [[υπόκοσμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφύγιο]] («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς [[καταγώγιον]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατάλυμα]], [[πανδοχείο]] («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ [[καταγώγιον]] διακοσίων ποδῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το επί [[πλέον]] [[αντίτιμο]] της μεταφοράς αντικειμένων, το [[καταγώγιμον]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καταγώγια</i><br />[[γιορτή]] που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον [[τόπο]] «καταγωγής».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγώγιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), | |mltxt=το (AM [[καταγώγιον]], Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />κακόφημο [[κέντρο]] ή [[κατάστημα]] όπου συχνάζει [[υπόκοσμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφύγιο]] («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς [[καταγώγιον]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατάλυμα]], [[πανδοχείο]] («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ [[καταγώγιον]] διακοσίων ποδῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το επί [[πλέον]] [[αντίτιμο]] της μεταφοράς αντικειμένων, το [[καταγώγιμον]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καταγώγια</i><br />[[γιορτή]] που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον [[τόπο]] «καταγωγής».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγώγιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-[[αγώγιον]], <i>εξ</i>-[[αγώγιον]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:24, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι)
νεοελλ.
κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος
μσν.
καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον»)
μσν.-αρχ.
κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων ποδῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. το επί πλέον αντίτιμο της μεταφοράς αντικειμένων, το καταγώγιμον
2. στον πληθ. τὰ καταγώγια
γιορτή που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον τόπο «καταγωγής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. αν-αγώγιον, εξ-αγώγιον].