κηρόπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κηρόπλαστος]], -ον)<br />ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από [[κερί]], [[κέρινος]], [[κερένιος]] («μελίσσης κηρόπλαστον [[ὄργανον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κορίτσι]]) όμορφη σαν κερένια [[κούκλα]] («[[ξανθώ]], κηρόπλαστε, μυρόχροε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κηρόδετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλαστός]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πηλό</i>-<i>πλαστος</i>, <i>σιδηρό</i>-<i>πλαστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[κηρόπλαστος]], -ον)<br />ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από [[κερί]], [[κέρινος]], [[κερένιος]] («μελίσσης κηρόπλαστον [[ὄργανον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[κορίτσι]]) όμορφη σαν κερένια [[κούκλα]] («[[ξανθώ]], κηρόπλαστε, μυρόχροε», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κηρόδετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλαστός]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. <i>πηλό</i>-<i>πλαστος</i>, <i>σιδηρό</i>-<i>πλαστος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρόπλαστος Medium diacritics: κηρόπλαστος Low diacritics: κηρόπλαστος Capitals: ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kēróplastos Transliteration B: kēroplastos Transliteration C: kiroplastos Beta Code: khro/plastos

English (LSJ)

ον, πλάσσω) A moulded of wax, μελίσσης κ. ὄργανον S.Fr.398.5: metaph., of a girl, AP9.570 (Phld.). 2 = κηρόδετος, δόναξ A. Pr.574 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1433] aus Wachs gebildet; μελίσσης ὄργανον Soph. frg. 464, wie Schol. Eur. Phoen. 115, von den Honigwaben; – δόναξ, mit Wachs zusammengefügt, Aesch. Prom. 574. – Bei Philodem. 32 (IX, 570) übertr. von der Schönheit eines Mädchens.

Greek (Liddell-Scott)

κηρόπλαστος: -ον, (πλάσσω) ὁ ἐκ κηροῦ πεπλασμένος, κήρινος, μελίσσης κ. ὄργανον Σοφ. Ἀποσπ. 464· ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 570. 2) = κηρόδετος, δόναξ Αἰσχύλ. Πρ. 574· ὁ Meineke προτείνει κηρόπακτος (δηλ. -πηκτος) = κηροπαγής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ajusté, collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, πλαστός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κηρόπλαστος, -ον)
ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.)
αρχ.
1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλαξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.)
2. κηρόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πλαστός (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. πηλό-πλαστος, σιδηρό-πλαστος].

Greek Monotonic

κηρόπλαστος: -ον, 1. πλασμένος με κερί, κέρινος, σε Ανθ.
2. = κηρόδετος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κηρόπλαστος:
1) вылепленный из воска (μελίσσης ὄργανον Soph.);
2) изящный, как восковая фигурка или нежный как воск (Ξανθώ Anth.);
3) скрепленный воском (δόναξ Aesch. - v. l. κηρόπακτος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρόπλαστος -ον [~ κηροπλαστης] met was gevoegd.

Middle Liddell

κηρό-πλαστος, ον
1. moulded of wax, waxen, Anth.
2. = κηρόδετος, Aesch.