κονταίνω: Difference between revisions

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κοντένω (Μ [[κονταίνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[κάνω]] [[κάτι]] πιο [[κοντό]], [[βραχύνω]] («[[πρέπει]] να κοντύνεις το [[παντελόνι]] σου, [[γιατί]] το [[πατάς]]»)<br />β) [[λιγοστεύω]] ή [[περιορίζω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[γίνομαι]] πιο [[κοντός]] («έπλυνα την [[μπλούζα]] και κόντυνε»)<br />β) [[λιγοστεύω]], μειώνομαι<br />γ) [[γίνομαι]] [[μικρότερος]] σε [[διάρκεια]], συντομεύομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κονταίνει η [[αναπνοή]] μου» — [[λαχανιάζω]], [[ασθμαίνω]]<br />β) «κονταίνει η [[γλώσσα]] μου» — [[σιωπώ]], βουβαίνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (Ι). Ο ενεστ. του ρ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ε</i>-<i>κόντ</i>-<i>υν</i>-<i>α</i> κατ' αναλογίαν [[προς]] τον ενεστ. ρημάτων σε -[[αίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>μάρ</i>-<i>αν</i>-<i>α</i>: <i>μαρ</i>-<i>αίν</i>-<i>ω</i>) για να αντιδιασταλεί το ενεστωτικό [[θέμα]] που δηλώνει ατελές [[ποιόν]] ενεργείας [[προς]] το αοριστικό που δηλώνει τέλειο [[ποιόν]] ενεργείας. Έτσι, ορθτ. θεωρείται η γρφ. <i>κοντ</i>-<i>ένω</i>, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν λόγοι ιστορικής ορθογραφίας για τη [[χρησιμοποίηση]] -<i>αι</i>-, [[παρά]] την [[επικράτηση]] της γενικευτικής ορθογραφίας σε -[[αίνω]] για λόγους απλοποιήσεως].
|mltxt=και κοντένω (Μ [[κονταίνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[κάνω]] [[κάτι]] πιο [[κοντό]], [[βραχύνω]] («[[πρέπει]] να κοντύνεις το [[παντελόνι]] σου, [[γιατί]] το [[πατάς]]»)<br />β) [[λιγοστεύω]] ή [[περιορίζω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[γίνομαι]] πιο [[κοντός]] («έπλυνα την [[μπλούζα]] και κόντυνε»)<br />β) [[λιγοστεύω]], μειώνομαι<br />γ) [[γίνομαι]] [[μικρότερος]] σε [[διάρκεια]], συντομεύομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κονταίνει η [[αναπνοή]] μου» — [[λαχανιάζω]], [[ασθμαίνω]]<br />β) «κονταίνει η [[γλώσσα]] μου» — [[σιωπώ]], βουβαίνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (Ι). Ο ενεστ. του ρ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. <i>ε</i>-<i>κόντ</i>-<i>υν</i>-<i>α</i> κατ' αναλογίαν [[προς]] τον ενεστ. ρημάτων σε -[[αίνω]] ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>μάρ</i>-<i>αν</i>-<i>α</i>: <i>μαρ</i>-<i>αίν</i>-<i>ω</i>) για να αντιδιασταλεί το ενεστωτικό [[θέμα]] που δηλώνει ατελές [[ποιόν]] ενεργείας [[προς]] το αοριστικό που δηλώνει τέλειο [[ποιόν]] ενεργείας. Έτσι, ορθτ. θεωρείται η γρφ. <i>κοντ</i>-<i>ένω</i>, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν λόγοι ιστορικής ορθογραφίας για τη [[χρησιμοποίηση]] -<i>αι</i>-, [[παρά]] την [[επικράτηση]] της γενικευτικής ορθογραφίας σε -[[αίνω]] για λόγους απλοποιήσεως].
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κοντένω (Μ κονταίνω)
1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνωπρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί το πατάς»)
β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι
2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε»)
β) λιγοστεύω, μειώνομαι
γ) γίνομαι μικρότερος σε διάρκεια, συντομεύομαι
3. φρ. α) «κονταίνει η αναπνοή μου» — λαχανιάζω, ασθμαίνω
β) «κονταίνει η γλώσσα μου» — σιωπώ, βουβαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι). Ο ενεστ. του ρ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. ε-κόντ-υν-α κατ' αναλογίαν προς τον ενεστ. ρημάτων σε -αίνω (πρβλ. -μάρ-αν-α: μαρ-αίν-ω) για να αντιδιασταλεί το ενεστωτικό θέμα που δηλώνει ατελές ποιόν ενεργείας προς το αοριστικό που δηλώνει τέλειο ποιόν ενεργείας. Έτσι, ορθτ. θεωρείται η γρφ. κοντ-ένω, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν λόγοι ιστορικής ορθογραφίας για τη χρησιμοποίηση -αι-, παρά την επικράτηση της γενικευτικής ορθογραφίας σε -αίνω για λόγους απλοποιήσεως].