κονδύλωμα: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κονδύλωμα]])<br />όγκος, [[πρήξιμο]], [[εξόγκωμα]] («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος [[ἐπανάστασις]] μετὰ φλεγμονῆς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κονδυλώματα</i><br />εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά [[βάση]] που έχουν [[μέγεθος]] φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]]. Η λ. ως ιατρ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, | |mltxt=το (Α [[κονδύλωμα]])<br />όγκος, [[πρήξιμο]], [[εξόγκωμα]] («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος [[ἐπανάστασις]] μετὰ φλεγμονῆς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κονδυλώματα</i><br />εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά [[βάση]] που έχουν [[μέγεθος]] φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]]. Η λ. ως ιατρ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>condyloma</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>condyloma</i> <span style="color: red;"><</span> [[κονδύλωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt. | |elnltext=κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A knob, callous lump, Hp.Haem.4,5, Dsc.Eup.1.209, Gal.13.533.
German (Pape)
[Seite 1480] τό, = κόνδυλος 2, Geschwulst, Verknöcherung, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κονδύλωμα: τό, ὄγκος, τυλῶδες οἴδημα, Ἱππ. 893C, H, Γαλην.
Greek Monolingual
το (Α κονδύλωμα)
όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα
εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος. Η λ. ως ιατρ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. condyloma < νεολατ. condyloma < κονδύλωμα < κόνδυλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt.