κολίας: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κολίας]])<br />[[είδος]] του ψαριού [[σκόμβρος]], [[κολιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που απαντά [[συχνά]] σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κολίας]])<br />[[είδος]] του ψαριού [[σκόμβρος]], [[κολιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που απαντά [[συχνά]] σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών ([[πρβλ]]. <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:53, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολίας Medium diacritics: κολίας Low diacritics: κολίας Capitals: ΚΟΛΙΑΣ
Transliteration A: kolías Transliteration B: kolias Transliteration C: kolias Beta Code: koli/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A coly-mackerel, Scomber colias, Epich.62, Ar.Fr.414, Arist.HA598a24, Opp.H.1.184.

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, eine Art Thunfisch; Ar. fr. 365; Ath. III, 120 f; Arist. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κολίας: -ου, ὁ, εἶδος θύννου (ἰχθύος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de maquereau (scomber colias), poisson.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; gr.mod. κολιός.
Par. σκόμβρος.

Greek Monolingual

ο (Α κολίας)
είδος του ψαριού σκόμβρος, κολιός
νεοελλ.
ζωολ. πολύχρωμες πεταλούδες τών οποίων οι κάμπιες προκαλούν ζημιές σε διάφορα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ίας, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων και ειδικά ψαριών (πρβλ. καρχαρ-ίας, ξιφ-ίας)].

Russian (Dvoretsky)

κολίας: ου ὁ колий (рыба, разновидность тунца) Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a mackerel-like fish, Scomber colias (Epich., Ar., Arist.).
Derivatives: Diminut. κολίδιον (medic.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like ἀκανθίας, ξιφίας and other fish- and animal namen (Chantraine Formation 94); further unexplained. Cf. Thompson Fishes s. v.

Frisk Etymology German

κολίας: {kolías}
Grammar: m.
Meaning: N. eines makrelenähnlichen Fisches, Scomber colias (Epich., Ar., Arist. u. a.)
Derivative: mit κολίδιον (Mediz.).
Etymology : Bildung wie ἀκανθίας, ξιφίας und andere Fisch- und Tiernamen (Chantraine Formation 94); im übrigen unerklärt. Zur Sache Thompson Fishes s. v.
Page 1,898