κοράκι: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[κοράκιον]])<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], είδους στρουθιόμορφου πτηνού που σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] τών κορακιδών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[ξύλινος]] ή και [[σιδερένιος]] [[μοχλός]] που συγκρατεί [[κλειστά]] τα φύλλα πόρτας, ντουλαπιού κ.λπ.<br /><b>2.</b> μικρό μετάλλινο [[άγκιστρο]] για τη [[σύνδεση]] δύο αντικειμένων, [[γάντζος]]<br /><b>3.</b> (χλευαστικά) [[νεκροθάφτης]]<br /><b>4.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών δύο ακρότατων τμημάτων τών πλοίων, [[ιδίως]] τών ξύλινων ιστιοφόρων και τών λέμβων (α. «[[κοράκι]] της πρύμνης» β. [[κοράκι]] της πλώρης»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πήγαινε στα κοράκια» ή «να σέ φάνε τα κοράκια» — άι στο διάβολο, [[άντε]] χάσου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] ιεράκιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαχαίρ</i>-<i>ι</i>(<i>ον</i>), <i>πόδ</i>-<i>ι</i>(<i>ον</i>)].
|mltxt=το (ΑM [[κοράκιον]])<br />[[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], είδους στρουθιόμορφου πτηνού που σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] τών κορακιδών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[ξύλινος]] ή και [[σιδερένιος]] [[μοχλός]] που συγκρατεί [[κλειστά]] τα φύλλα πόρτας, ντουλαπιού κ.λπ.<br /><b>2.</b> μικρό μετάλλινο [[άγκιστρο]] για τη [[σύνδεση]] δύο αντικειμένων, [[γάντζος]]<br /><b>3.</b> (χλευαστικά) [[νεκροθάφτης]]<br /><b>4.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών δύο ακρότατων τμημάτων τών πλοίων, [[ιδίως]] τών ξύλινων ιστιοφόρων και τών λέμβων (α. «[[κοράκι]] της πρύμνης» β. [[κοράκι]] της πλώρης»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «πήγαινε στα κοράκια» ή «να σέ φάνε τα κοράκια» — άι στο διάβολο, [[άντε]] χάσου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] ιεράκιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόραξ]], -<i>κος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>(<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>μαχαίρ</i>-<i>ι</i>(<i>ον</i>), <i>πόδ</i>-<i>ι</i>(<i>ον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (ΑM κοράκιον)
ονομασία, κοινή σήμερα, είδους στρουθιόμορφου πτηνού που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών κορακιδών
νεοελλ.
1. μικρός ξύλινος ή και σιδερένιος μοχλός που συγκρατεί κλειστά τα φύλλα πόρτας, ντουλαπιού κ.λπ.
2. μικρό μετάλλινο άγκιστρο για τη σύνδεση δύο αντικειμένων, γάντζος
3. (χλευαστικά) νεκροθάφτης
4. κοινή ονομασία τών δύο ακρότατων τμημάτων τών πλοίων, ιδίως τών ξύλινων ιστιοφόρων και τών λέμβων (α. «κοράκι της πρύμνης» β. κοράκι της πλώρης»)
5. φρ. «πήγαινε στα κοράκια» ή «να σέ φάνε τα κοράκια» — άι στο διάβολο, άντε χάσου
αρχ.
το φυτό ιεράκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + υποκορ. κατάλ. -ι(ον), πρβλ. μαχαίρ-ι(ον), πόδ-ι(ον)].