κρεόζωτο: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κρεόσωτο]], το<br /><b>χημ.</b> [[υγρό]] [[μίγμα]] φαινολών με έντονη [[οσμή]] το οποίο λαμβάνεται [[κατά]] την κλασματική [[απόσταξη]] διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη [[φαρμακευτική]], στην οδοντιατρική και στη [[βιομηχανία]] ξύλου, αλλ. [[σωσίκρεας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>creosote</i> <span style="color: red;"><</span> γερμ. <span style="color: red;"><</span> <i>kreosot</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kre</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρε</i>[[ο]]- <span style="color: red;"><</span> <i>κ</i>(<i>ρέας</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>sot</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σωτήρ]])].
|mltxt=και [[κρεόσωτο]], το<br /><b>χημ.</b> [[υγρό]] [[μίγμα]] φαινολών με έντονη [[οσμή]] το οποίο λαμβάνεται [[κατά]] την κλασματική [[απόσταξη]] διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη [[φαρμακευτική]], στην οδοντιατρική και στη [[βιομηχανία]] ξύλου, αλλ. [[σωσίκρεας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>creosote</i> <span style="color: red;"><</span> γερμ. <span style="color: red;"><</span> <i>kreosot</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kre</i>- ([[πρβλ]]. <i>κρε</i>[[ο]]- <span style="color: red;"><</span> <i>κ</i>(<i>ρέας</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>sot</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σωτήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κρεόσωτο, το
χημ. υγρό μίγμα φαινολών με έντονη οσμή το οποίο λαμβάνεται κατά την κλασματική απόσταξη διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην οδοντιατρική και στη βιομηχανία ξύλου, αλλ. σωσίκρεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. creosote < γερμ. < kreosot < kre- (πρβλ. κρεο- < κ(ρέας) + -sot (< σωτήρ)].