κόκα: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Erythroxylum coca του γένους [[ερυθρόξυλο]] ([[οικογένεια]] [[ερυθροξυλίδες]]), από τα φύλλα του οποίου εξάγεται το ναρκωτικό κοκαΐνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Erythroxylum coca του γένους [[ερυθρόξυλο]] ([[οικογένεια]] [[ερυθροξυλίδες]]), από τα φύλλα του οποίου εξάγεται το ναρκωτικό κοκαΐνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. ξεν. προελεύσεως, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>coca</i> <span style="color: red;"><</span> ισπ. <i>coca</i> <span style="color: red;"><</span> <i>kuka</i>, λ. της γλώσσας Κέτσουα του Περού].<br /><b>(II)</b><br />και [[κόκκα]], η (Μ [[κόκα]] και [[κόκκα]])<br /><b>1.</b> [[εντομή]] βέλους όπου μπαίνει η [[χορδή]] του τόξου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[βέλος]], η σαΐτα του τόξου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κεφάλι]], [[κρανίο]], [[καύκαλο]] («[[είναι]] [[κόκα]] αρβανίτικη» — [[είναι]] [[άνθρωπος]] [[πεισματάρης]], [[ξεροκέφαλος]], που επιμένει στις απόψεις του<br /><b>2.</b> [[εντομή]] [[πάνω]] σε [[ξύλο]] ή μικρό [[χάσμα]] στην [[κόψη]] ενός μαχαιριού ή άλλου οξέος οργάνου, αλλ. κοκ(κ)ιά («αυτό το [[μαχαίρι]] έχει κόκ(κ)ες»)<br /><b>3.</b> [[ξύλινος]] [[πήχυς]] σχισμένος [[κατά]] [[μήκος]] στα δύο, [[πάνω]] στον οποίο χαράσσονταν εντομές [[αντί]] για αριθμούς και που χρησιμοποιούνταν ως [[πρόχειρο]] [[σημειωματάριο]] ή [[κατάστιχο]] σε συναλλαγές, αλλ. [[τσέτουλα]]<br /><b>4.</b> καλαμένιο [[σύνεργο]] για την [[ανέλκυση]] αχινών από τον πυθμένα<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] μεγάλου πλοίου («τὰ κάτεργα, ἀλλὰ δὴ οἱ κόκκες, τὰ καράβια», Χρον. Mop.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cocca</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
(I)
η
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Erythroxylum coca του γένους ερυθρόξυλο (οικογένεια ερυθροξυλίδες), από τα φύλλα του οποίου εξάγεται το ναρκωτικό κοκαΐνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. coca < ισπ. coca < kuka, λ. της γλώσσας Κέτσουα του Περού].
(II)
και κόκκα, η (Μ κόκα και κόκκα)
1. εντομή βέλους όπου μπαίνει η χορδή του τόξου
2. (κατ' επέκτ.) το βέλος, η σαΐτα του τόξου
νεοελλ.
1. κεφάλι, κρανίο, καύκαλο («είναι κόκα αρβανίτικη» — είναι άνθρωπος πεισματάρης, ξεροκέφαλος, που επιμένει στις απόψεις του
2. εντομή πάνω σε ξύλο ή μικρό χάσμα στην κόψη ενός μαχαιριού ή άλλου οξέος οργάνου, αλλ. κοκ(κ)ιά («αυτό το μαχαίρι έχει κόκ(κ)ες»)
3. ξύλινος πήχυς σχισμένος κατά μήκος στα δύο, πάνω στον οποίο χαράσσονταν εντομές αντί για αριθμούς και που χρησιμοποιούνταν ως πρόχειρο σημειωματάριο ή κατάστιχο σε συναλλαγές, αλλ. τσέτουλα
4. καλαμένιο σύνεργο για την ανέλκυση αχινών από τον πυθμένα
μσν.
είδος μεγάλου πλοίου («τὰ κάτεργα, ἀλλὰ δὴ οἱ κόκκες, τὰ καράβια», Χρον. Mop.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cocca].