λησίμβροτος: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λησίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ανθρώπων, που εξαπατά [[κρυφά]] τους ανθρώπους, [[λαοπλάνος]], [[αγύρτης]], [[απατεώνας]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λησ</i>-, | |mltxt=[[λησίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ανθρώπων, που εξαπατά [[κρυφά]] τους ανθρώπους, [[λαοπλάνος]], [[αγύρτης]], [[απατεώνας]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λησι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>λησ</i>-, [[πρβλ]]. [[λήσω]], μέλλ. του [[λανθάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), [[πρβλ]]. <i>θελξί</i>-<i>μβροτος</i>, <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (λήθω, βροτός) A taking men unawares, cheat, thief, h.Merc.339.
German (Pape)
[Seite 40] ὁ, der die Menschen heimlich beschleicht, ein Dieb, Betrüger, H. h. Merc. 339.
Greek (Liddell-Scott)
λησίμβροτος: -ον, (λήθω, βροτὸς) ὁ διαφεύγων τὴν προσοχὴν τῶν ἀνθρώπων, καταλαμβάνων αὐτοὺς ἐξαίφνης, ἀπατεών, κλέπτης, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 339.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trompe les mortels, trompeur, voleur.
Étymologie: λανθάνω, βροτός.
Greek Monolingual
λησίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει την προσοχή τών ανθρώπων, που εξαπατά κρυφά τους ανθρώπους, λαοπλάνος, αγύρτης, απατεώνας, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λησι- (< θ. λησ-, πρβλ. λήσω, μέλλ. του λανθάνω) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. θελξί-μβροτος, τερψί-μβροτος].
Greek Monotonic
λησίμβροτος: -ον (λήθω, βροτός), αυτός που διαφεύγει της προσοχής των ανθρώπων, κλέφτης, απατεώνας, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
λησίμβροτος: ὁ обманщик, мошенник, вор HH.
Middle Liddell
λησί-μβροτος, ον λήθω, βροτός
taking men unawares, a thief, Hhymn.