λωβήεις: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωβήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]]<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβη]] «[[κακομεταχείριση]], [[προσβολή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τραπεζ</i>-<i>ήεις</i>, <i>φθογγ</i>-<i>ήεις</i>)].
|mltxt=[[λωβήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[βλαβερός]]<br /><b>2.</b> [[υβριστικός]], [[προσβλητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβη]] «[[κακομεταχείριση]], [[προσβολή]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> ([[πρβλ]]. <i>τραπεζ</i>-<i>ήεις</i>, <i>φθογγ</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβήεις Medium diacritics: λωβήεις Low diacritics: λωβήεις Capitals: ΛΩΒΗΕΙΣ
Transliteration A: lōbḗeis Transliteration B: lōbēeis Transliteration C: lovieis Beta Code: lwbh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A outrageous, A.R.3.801, Tryph.261.

Greek (Liddell-Scott)

λωβήεις: εσσα, εν, βλαβερός, ἐπονείδιστος, φθοροποιός, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 801, Τρυφ. 261. - λωβηρός, ά, όν, = βλαβερός, Βακχυλ. 1β 9.

Greek Monolingual

λωβήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. βλαβερός
2. υβριστικός, προσβλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τραπεζ-ήεις, φθογγ-ήεις)].