λύγκας: Difference between revisions
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[λύγξ]], -γκός, ο (Α [[λύγξ]], -γκός και -γγός, ὁ, ἡ) [[είδος]] μεγάλων αιμοβόρων σαρκοφάγων ζώων που διακρίνονται για την [[οξυδέρκεια]] και την [[οξεία]] [[ακοή]] τους και που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στο [[γένος]] felis της οικογένειας αιλουροειδή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>luk</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leuk</i>- «[[λάμπω]], φως, [[βλέπω]]» και ανήκει στη λεξιλογική [[οικογένεια]] με [[σημασία]] «φως» ( | |mltxt=και [[λύγξ]], -γκός, ο (Α [[λύγξ]], -γκός και -γγός, ὁ, ἡ) [[είδος]] μεγάλων αιμοβόρων σαρκοφάγων ζώων που διακρίνονται για την [[οξυδέρκεια]] και την [[οξεία]] [[ακοή]] τους και που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στο [[γένος]] felis της οικογένειας αιλουροειδή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο. τ. ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>luk</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leuk</i>- «[[λάμπω]], φως, [[βλέπω]]» και ανήκει στη λεξιλογική [[οικογένεια]] με [[σημασία]] «φως» ([[πρβλ]]. [[λεύσσω]], [[λευκός]], [[λύχνος]]), ίσως λόγω της λάμψης που εκπέμπουν τα μάτια του ζώου ή λόγω του λευκού τριχώματός του. Η λ. συνδέεται με διαφόρους τ. της Αρμενικής, Γερμανικής, Σλαβικής με την [[ίδια]] σημ.: αρμ. <i>lusanunk</i>, αρχ. σουηδ. <i>l</i><i>ō</i>, αρχ. γερμ. <i>luhs</i>, αγγλοσαξ. <i>lox</i>, λιθουαν. <i>l</i><i>ū</i><i>š</i>-<i>u</i> και <i>l</i><i>ū</i><i>šis</i> και <i>lunšis</i>, ιρλδ. <i>lug</i> και σλαβ. <i>rysi</i> (το <i>r</i>- του σλαβικού τ. [[είναι]] υστερογενές, πιθ. αναλογικά [[προς]] [[άλλη]] λ.).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λύγκειος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λύγγιος]], [[λυγκεύς]], [[λυγκίον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λυγκικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λυγγούριον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λυκόλυγξ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
και λύγξ, -γκός, ο (Α λύγξ, -γκός και -γγός, ὁ, ἡ) είδος μεγάλων αιμοβόρων σαρκοφάγων ζώων που διακρίνονται για την οξυδέρκεια και την οξεία ακοή τους και που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στο γένος felis της οικογένειας αιλουροειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα luk- της ΙΕ ρίζας leuk- «λάμπω, φως, βλέπω» και ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια με σημασία «φως» (πρβλ. λεύσσω, λευκός, λύχνος), ίσως λόγω της λάμψης που εκπέμπουν τα μάτια του ζώου ή λόγω του λευκού τριχώματός του. Η λ. συνδέεται με διαφόρους τ. της Αρμενικής, Γερμανικής, Σλαβικής με την ίδια σημ.: αρμ. lusanunk, αρχ. σουηδ. lō, αρχ. γερμ. luhs, αγγλοσαξ. lox, λιθουαν. lūš-u και lūšis και lunšis, ιρλδ. lug και σλαβ. rysi (το r- του σλαβικού τ. είναι υστερογενές, πιθ. αναλογικά προς άλλη λ.).
ΠΑΡ. λύγκειος
αρχ.
λύγγιος, λυγκεύς, λυγκίον
μσν.
λυγκικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λυγγούριον. (Β' συνθετικό) αρχ. λυκόλυγξ].