λῶρος: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λῶρος]])<br />δερμάτινο [[λουρί]], [[ταινία]], [[λουρίδα]], [[ιμάντας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> το [[σύνολο]] τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το [[έμβρυο]] με τον πλακούντα, αλλ. [[ομφάλιος]] [[λώρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αψίδας<br /><b>2.</b> [[χρυσή]] [[επωμίδα]]<br /><b>3.</b> [[λουριδωτός]] [[επενδύτης]] τών αυτοκρατόρων και τών υπάτων<br /><b>4.</b> [[είδος]] πολυτελούς κεφαλόδεσμου τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>rum</i>, -<i>i</i> και σπάνια <i>l</i><i>ō</i><i>rus</i>,-<i>i</i> «[[ιμάντας]], [[ηνία]]» ( | |mltxt=ο (AM [[λῶρος]])<br />δερμάτινο [[λουρί]], [[ταινία]], [[λουρίδα]], [[ιμάντας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> το [[σύνολο]] τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το [[έμβρυο]] με τον πλακούντα, αλλ. [[ομφάλιος]] [[λώρος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] αψίδας<br /><b>2.</b> [[χρυσή]] [[επωμίδα]]<br /><b>3.</b> [[λουριδωτός]] [[επενδύτης]] τών αυτοκρατόρων και τών υπάτων<br /><b>4.</b> [[είδος]] πολυτελούς κεφαλόδεσμου τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>rum</i>, -<i>i</i> και σπάνια <i>l</i><i>ō</i><i>rus</i>,-<i>i</i> «[[ιμάντας]], [[ηνία]]» ([[πρβλ]]. [[λῶρον]])]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λωρός]], -ή, -όν (Μ)<br />μουδιασμένος, [[παράλυτος]], [[ανάπηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λῶρος]]<br />«δερμάτινο [[λουρί]], [[ιμάντας]]», με καταβιβασμό του τόνου]. | |mltxt=[[λωρός]], -ή, -όν (Μ)<br />μουδιασμένος, [[παράλυτος]], [[ανάπηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λῶρος]]<br />«δερμάτινο [[λουρί]], [[ιμάντας]]», με καταβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, = Lat. A lorum, thong, Sch.Ar.Ach.724, Moer.p.195 P., Pall. in Hp.Fract.12.278 C., Steph. in Hp.1.211 D. II = χρυσήλατος ἐπωμίς, Lyd.Mag.2.2. III arch, οἱ λῶροι καλούμενοι τοῦ νεώ Procop.Aed.1.1.
German (Pape)
[Seite 76] ὁ, das lat, lorum, der Riemen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῶρος: ὁ, = λῶρον, τό, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 765.
Greek Monolingual
ο (AM λῶρος)
δερμάτινο λουρί, ταινία, λουρίδα, ιμάντας
νεοελλ.
ιατρ. το σύνολο τών στοιχείων με τα οποία συνδέεται το έμβρυο με τον πλακούντα, αλλ. ομφάλιος λώρος
μσν.
1. είδος αψίδας
2. χρυσή επωμίδα
3. λουριδωτός επενδύτης τών αυτοκρατόρων και τών υπάτων
4. είδος πολυτελούς κεφαλόδεσμου τών Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lōrum, -i και σπάνια lōrus,-i «ιμάντας, ηνία» (πρβλ. λῶρον)].
Greek Monolingual
λωρός, -ή, -όν (Μ)
μουδιασμένος, παράλυτος, ανάπηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρος
«δερμάτινο λουρί, ιμάντας», με καταβιβασμό του τόνου].