μακριά: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[μακριά]], [[μακρέα]] και μακρεά)<br /><b>επίρρ.</b> σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], απόμακρα, [[αλάργα]] («[[είναι]] [[μακριά]] από δω η [[πόλη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε [[μεγάλη]] χρονική [[απόσταση]] («δεν [[είναι]] [[μακριά]] τα [[Χριστούγεννα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μακριά]] από δω» ή «[[μακριά]] από μάς» ή «[[μακριά]] από λόγου μας» — λέγεται ως [[δήλωση]] αποτροπής κάποιου κακού<br />β) «ζει [[μακριά]] απ' τον κόσμο» — [[είναι]] [[ακοινώνητος]]<br />γ) «είμαστε [[μακριά]]» — δεν συμφωνούμε<br />δ) «[[μακριά]] είσαι νυχτωμένος» — δεν καταλαβαίνεις [[τίποτε]]<br />ε) «είσαι [[μακριά]]» — απέχεις πολύ από την [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «στα [[μακρέα]]» — για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μακριά]] <span style="color: red;"><</span> μσν. [[μακρέα]], με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μηλέα]] > [[μηλιά]], [[ελαία]] > [[ελιά]]). Ο μσν. τ. [[μακρέα]] προήλθε από τον πληθ. του ουδ. του επιθ. [[μακρύς]] [[κατά]] το επίρρ. <i>βραχέα</i>].
|mltxt=(Μ [[μακριά]], [[μακρέα]] και μακρεά)<br /><b>επίρρ.</b> σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], απόμακρα, [[αλάργα]] («[[είναι]] [[μακριά]] από δω η [[πόλη]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε [[μεγάλη]] χρονική [[απόσταση]] («δεν [[είναι]] [[μακριά]] τα [[Χριστούγεννα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μακριά]] από δω» ή «[[μακριά]] από μάς» ή «[[μακριά]] από λόγου μας» — λέγεται ως [[δήλωση]] αποτροπής κάποιου κακού<br />β) «ζει [[μακριά]] απ' τον κόσμο» — [[είναι]] [[ακοινώνητος]]<br />γ) «είμαστε [[μακριά]]» — δεν συμφωνούμε<br />δ) «[[μακριά]] είσαι νυχτωμένος» — δεν καταλαβαίνεις [[τίποτε]]<br />ε) «είσαι [[μακριά]]» — απέχεις πολύ από την [[πραγματικότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «στα [[μακρέα]]» — για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μακριά]] <span style="color: red;"><</span> μσν. [[μακρέα]], με [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. [[μηλέα]] > [[μηλιά]], [[ελαία]] > [[ελιά]]). Ο μσν. τ. [[μακρέα]] προήλθε από τον πληθ. του ουδ. του επιθ. [[μακρύς]] [[κατά]] το επίρρ. <i>βραχέα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

μακριά, μακρέα και μακρεά)
επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, απόμακρα, αλάργαείναι μακριά από δω η πόλη»)
νεοελλ.
1. σε μεγάλη χρονική απόσταση («δεν είναι μακριά τα Χριστούγεννα»)
2. φρ. α) «μακριά από δω» ή «μακριά από μάς» ή «μακριά από λόγου μας» — λέγεται ως δήλωση αποτροπής κάποιου κακού
β) «ζει μακριά απ' τον κόσμο» — είναι ακοινώνητος
γ) «είμαστε μακριά» — δεν συμφωνούμε
δ) «μακριά είσαι νυχτωμένος» — δεν καταλαβαίνεις τίποτε
ε) «είσαι μακριά» — απέχεις πολύ από την πραγματικότητα
μσν.
φρ. «στα μακρέα» — για μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακριά < μσν. μακρέα, με συνίζηση (πρβλ. μηλέα > μηλιά, ελαία > ελιά). Ο μσν. τ. μακρέα προήλθε από τον πληθ. του ουδ. του επιθ. μακρύς κατά το επίρρ. βραχέα].