μεγακλεής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγακλεής]], -ές (ΑM)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δόξα]], πολύ [[ένδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγα</i>-<i>κλεής</i>, <i>δυσ</i>-<i>κλεής</i>].
|mltxt=[[μεγακλεής]], -ές (ΑM)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[δόξα]], πολύ [[ένδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), [[πρβλ]]. <i>αγα</i>-<i>κλεής</i>, <i>δυσ</i>-<i>κλεής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰκλεής Medium diacritics: μεγακλεής Low diacritics: μεγακλεής Capitals: ΜΕΓΑΚΛΕΗΣ
Transliteration A: megakleḗs Transliteration B: megakleēs Transliteration C: megakleis Beta Code: megakleh/s

English (LSJ)

ές, A very famous, acc. (as if from μεγακλής) μεγακλέᾰ Opp.C.2.4. II parox. Μεγακλέης as pr. n.

German (Pape)

[Seite 104] ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.

Greek (Liddell-Scott)

μεγακλεής: -ές, λίαν ἔνδοξος, κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. ὄνομα ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très illustre.
Étymologie: μέγας, κλέος.

Greek Monolingual

μεγακλεής, -ές (ΑM)
αυτός που έχει μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. αγα-κλεής, δυσ-κλεής].

Greek Monotonic

μεγακλεής: -ές, πολύ διάσημος, δημοφιλής, το οποίο κλίνεται (όπως αν προερχόταν από το μεγακλής), μεγακλέος, -έϊ, -έα, -έες, -έα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μεγακλεής: 2, gen. έος многославный, славнейший Anth.

Middle Liddell

μεγα-κλεής, ές
very famous, declined (as if from μεγακλήσ) μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα, Anth.