μηνιάτικος: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[μηνιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μηνιάτικο</i><br />α) [[ενοίκιο]] ή [[μίσθωμα]] ενός [[μήνα]] («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)<br />β) ο [[μισθός]] τον οποίο παίρνει [[κάποιος]] [[κάθε]] [[μήνα]] («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γαμπρ</i>-<i>ιάτικος</i>, <i>λαμπρ</i>-<i>ιάτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> ο [[μηνιαίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μηνιάτικο</i><br />α) [[ενοίκιο]] ή [[μίσθωμα]] ενός [[μήνα]] («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)<br />β) ο [[μισθός]] τον οποίο παίρνει [[κάποιος]] [[κάθε]] [[μήνα]] («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. <i>γαμπρ</i>-<i>ιάτικος</i>, <i>λαμπρ</i>-<i>ιάτικος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο μηνιαίος
2. το ουδ. ως ουσ. το μηνιάτικο
α) ενοίκιο ή μίσθωμα ενός μήνα («χρωστάει δύο μηνιάτικα»)
β) ο μισθός τον οποίο παίρνει κάποιος κάθε μήνα («το μηνιάτικο δεν μού φτάνει για να πληρώσω όλους τους λογαριασμούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπρ-ιάτικος, λαμπρ-ιάτικος)].