μισόπολις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισόπολις]], -εως, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που μισεί την [[πόλη]], την [[πολιτεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ( | |mltxt=[[μισόπολις]], -εως, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που μισεί την [[πόλη]], την [[πολιτεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ([[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>πολις</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:26, 23 August 2021
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ, A hating the commonwealth, Ar.V.411 (lyr.), Arist.Rh.Al.1442a13.
German (Pape)
[Seite 192] ιος, die Stadt, den Staat hassend, ἀνήρ, Ar. Vesp. 411.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ μισῶν τὴν πόλιν, τὴν πολιτείαν, Ἀριστοφ. Σφ. 411, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 37. 3.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ, ἡ)
ennemi de la cité.
Étymologie: μισέω, πόλις.
Greek Monolingual
μισόπολις, -εως, ό, ἡ (Α)
αυτός που μισεί την πόλη, την πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + πόλις (πρβλ. φιλό-πολις)].
Greek Monotonic
μῑσόπολις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που μισεί την πόλη, την κοινή ευημερία, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσόπολις: ιος adj. ненавидящий город или государство (ἀνήρ Arph., Arst.).
Middle Liddell
μῑσό-πολις, ιος, ὁ, ἡ,
hating the commonwealth, Ar.