χρυσίς: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων, [[τυπικό]] της οικογένειας [[χρυσίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρυσή]] [[φιάλη]] («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον [[οἶνον]] ἡδύν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> χρυσοΰφαντο [[φόρεμα]] («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> χρυσοκέντητο [[σανδάλι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χρυσίς]]<br />[[ποτήριον]]<br />οἱ δὲ [[φιάλη]] χρυσῆ»<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Θωμ. Μ.) «[[χρυσίδες]] [[κυρίως]] αἱ ἀνατεθειμέναι τοῖς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ίς</i>). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>chrysis</i>].
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων, [[τυπικό]] της οικογένειας [[χρυσίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρυσή]] [[φιάλη]] («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον [[οἶνον]] ἡδύν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> χρυσοΰφαντο [[φόρεμα]] («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> χρυσοκέντητο [[σανδάλι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χρυσίς]]<br />[[ποτήριον]]<br />οἱ δὲ [[φιάλη]] χρυσῆ»<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Θωμ. Μ.) «[[χρυσίδες]] [[κυρίως]] αἱ ἀνατεθειμέναι τοῖς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. <i>χαλκ</i>-<i>ίς</i>). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>chrysis</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:33, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίς Medium diacritics: χρυσίς Low diacritics: χρυσίς Capitals: ΧΡΥΣΙΣ
Transliteration A: chrysís Transliteration B: chrysis Transliteration C: chrysis Beta Code: xrusi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A a vessel of gold, piece of gold plate, Hermipp.37 (troch.), Pherecr.128, Ar.Ach.74, Pax425, IG12.268.111, al.; χρυσίδων βότρυες Lib.Ep.22.3; an Att. word, Ath.11.502a. II gold-broidered dress, Luc.Nigr.11: pl., gold-embroidered shoes, Id. D Deor.2.2.

German (Pape)

[Seite 1380] ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίς: -ίδος, ἡ, χρυσῆ φιάλη, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· λέξις τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ ἐσθής, χρυσοκέντητος στολή, Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ κρηπίς, σανδάλιον χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vase d’or;
2 vêtement brodé d’or;
3 chaussure brodée d’or.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό της οικογένειας χρυσίδες
αρχ.
1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.)
2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.)
3. χρυσοκέντητο σανδάλι
4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσίς
ποτήριον
οἱ δὲ φιάλη χρυσῆ»
5. (κατά τον Θωμ. Μ.) «χρυσίδες κυρίως αἱ ἀνατεθειμέναι τοῖς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. χαλκ-ίς). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysis].

Greek Monotonic

χρῡσίς: -ίδος, ἡ,
I. χρυσή φιάλη, χρυσό σκεύος, σε Αριστοφ.
II. χρυσοκέντητα ενδύματα ή υποδήματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσίς: ίδος ἡ1) золотой сосуд, золотая чаша (ὑάλινα ἐμπώματα καὶ χρυσίδες Arph.);
2) шитое золотом платье: χρυσίδας ἠμφιεσμένοι Luc. одетые в златотканные одежды;
3) расшитая золотом или золоченая обувь (χρυσίδας ὑποδεῖσθαι Luc.).

Middle Liddell

χρῡσίς, ίδος, ἡ,
I. a vessel of gold, piece of gold plate, Ar.
II. a gold-broidered dress or shoes, Luc.

English (Woodhouse)

gold cup

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)