ἀσκαλαβώτης: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσκαλαβώτης]], ο (Α)<br />η κατάστικτη [[σαύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο παρεκτεταμένος τ. [[ασκαλαβώτης]] θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του [[ασκάλαβος]] ( | |mltxt=[[ἀσκαλαβώτης]], ο (Α)<br />η κατάστικτη [[σαύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο παρεκτεταμένος τ. [[ασκαλαβώτης]] θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του [[ασκάλαβος]] ([[πρβλ]]. [[γαλεώτης]]: [[γαλεός]]), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια αιγαιακής προελεύσεως. Όσον αφορά στο [[επίθημα]] -<i>βος</i>, με το οποίο σχηματίζονται αρκετά ονόματα ζώων ([[πρβλ]]. [[κάραβος]]) και που υποστηρίζεται ότι αποτελεί [[παραλλαγή]] του -<i>φος</i> ([[πρβλ]]. [[ασκάλαφος]]), [[είναι]] δυνατόν να οφείλεται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] ή και να χαρακτηρίζει λέξεις που δεν εμφανίζουν ΙΕ. [[δομή]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A spotted lizard, gecko, Platydactylus mauretanicus, Tarentola mauritanica Ar.Nu.170, Arist.HA538a27, 607a27; cf. σκαλαβώτης, καλαβώτης.
German (Pape)
[Seite 370] ὁ, dasselbe, Ar. Nubb. 171; Arist. H. A. 12, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκᾰλᾰβώτης: -ου, ὁ, = γαλεώτης, ἡ κατάστικτος σαύρα, Λατ. stellio· πρῴην δέ γε γνώμην μεγάλην ἀφῃρέθη ὑπ’ ἀσκαλαβώτου, «ἑκατέρως λέγεται καὶ ἀσκαλαβώτης καὶ γαλεώτης» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 170, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 11, 9., 8. 29, 4, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lézard moucheté, animal, gecko (Platydactylus mauretanicus) AR.
Étymologie: DELG ? ; pê terme égéen.
Spanish (DGE)
(ἀσκᾰλᾰβώτης) -ου, ὁ zool. salamanquesa Ar.Nu.170, Arist.HA 538a27, 599a31, 607a27, Plin.HN 29.90, Philum.Ven.13 tít., 14.9, Ael.NA 6.22, Gp.13.9.7.
Greek Monolingual
ἀσκαλαβώτης, ο (Α)
η κατάστικτη σαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο παρεκτεταμένος τ. ασκαλαβώτης θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του ασκάλαβος (πρβλ. γαλεώτης: γαλεός), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια αιγαιακής προελεύσεως. Όσον αφορά στο επίθημα -βος, με το οποίο σχηματίζονται αρκετά ονόματα ζώων (πρβλ. κάραβος) και που υποστηρίζεται ότι αποτελεί παραλλαγή του -φος (πρβλ. ασκάλαφος), είναι δυνατόν να οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση ή και να χαρακτηρίζει λέξεις που δεν εμφανίζουν ΙΕ. δομή].
Greek Monotonic
ἀσκᾰλᾰβώτης: -ου, ὁ, κατάστικτη, πιτσιλωτή σαύρα, Λατ. stellio, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀσκᾰλᾰβώτης: ου ὁ аскалобот (пятнистая ящерица, предполож. Lacerta mauretanica или gekko) Arph., Arst.