ἁμαρτῇ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἀμαρτή]].
|btext=v. [[ἀμαρτή]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἅμα]], [[root]] αρ): at [[once]], [[together]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἁμαρτῆ Sol.23.4<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />adv. [[al mismo tiempo]] ῥήσσοντες ἁ. μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες <i>Il</i>.18.571, cf. 5.656, 21.162, ὁ δ' ἀ. δῖος Ὀδυσσεὺς ἰὸν ἀποπροΐει <i>Od</i>.22.81, θυμοῦ θ' ἁ. καὶ φρενῶν ἀποσφαλείς fallando al tiempo su valor y su inteligencia</i> Sol.23.4.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀμαρεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁμαρτῇ]] και [[ἁμαρτῆ]] ή [[ἁμαρτῆ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης του επιθ. <i>ἅμαρτος</i> με επιρρηματική [[χρήση]]. Με το επίθ. <i>ἅμαρτος</i> συνδέεται [[επίσης]] και ο ρηματ. τ. <i>ἀμαρτῶ</i>. Η λ. <i>άμαρτος</i> θεωρείται σύνθετη από το επίρρ. <i>ἅμα</i> και το ρ. <i>ἀφαρίσκω</i>. Το επίρρ. [[ἁμαρτῇ]] απαντά και ως [[ὁμαρτῇ]] ([[πρβλ]]. και <i>ὁμαρτῶ</i>, <i>συμπαρομαρτῶ</i>, <i>συμπαρομαρτυροῦντα</i> <b>κ.λπ.</b>) πιθ. κατ’ [[επίδραση]] του επιρρ. [[ὁμοῦ]]. Τέλος από τη λ. [[ἁμαρτῆ]] προήλθε και [[επιρρηματικός]] τ. [[ἁμαρτήδην]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁμαρτῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἁμαρτήδην]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:00, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 116] (ἅμα, ἄρω, vgl. ὁμαρτέω), zusammen, zugleich, von gleichzeitigen Handlungen, Hom. viermal, Il. 5, 656. 18, 571. 21, 162 Od. 22, 81. Aristarch las ἁμαρτή, s. Herodian. Scholl. Iliad. 5, 656. 21, 162.

French (Bailly abrégé)

v. ἀμαρτή.

English (Autenrieth)

(ἅμα, root αρ): at once, together.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἁμαρτῆ Sol.23.4
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. al mismo tiempo ῥήσσοντες ἁ. μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες Il.18.571, cf. 5.656, 21.162, ὁ δ' ἀ. δῖος Ὀδυσσεὺς ἰὸν ἀποπροΐει Od.22.81, θυμοῦ θ' ἁ. καὶ φρενῶν ἀποσφαλείς fallando al tiempo su valor y su inteligencia Sol.23.4.
• Etimología: Cf. ἀμαρεῖν.

Greek Monolingual

ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α)
τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης του επιθ. ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη από το επίρρ. ἅμα και το ρ. ἀφαρίσκω. Το επίρρ. ἁμαρτῇ απαντά και ως ὁμαρτῇ (πρβλ. και ὁμαρτῶ, συμπαρομαρτῶ, συμπαρομαρτυροῦντα κ.λπ.) πιθ. κατ’ επίδραση του επιρρ. ὁμοῦ. Τέλος από τη λ. ἁμαρτῆ προήλθε και επιρρηματικός τ. ἁμαρτήδην.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμαρτῶ
μσν.
ἁμαρτήδην].