ἑτερομάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτερομάσχαλος]], -ον (Α)<br />[[χιτώνας]] που άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μασχάλη]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-<i>μάσχαλος</i>].
|mltxt=[[ἑτερομάσχαλος]], -ον (Α)<br />[[χιτώνας]] που άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μασχάλη]], [[πρβλ]]. <i>αμφι</i>-<i>μάσχαλος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερομάσχᾰλος Medium diacritics: ἑτερομάσχαλος Low diacritics: ετερομάσχαλος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: heteromáschalos Transliteration B: heteromaschalos Transliteration C: eteromaschalos Beta Code: e(teroma/sxalos

English (LSJ)

χιτών, , a frock A with only one hole for the arm, i.e. only coming over one shoulder, worn by slaves, opp. ἀμφιμάσχαλος, Poll.7.47, Sch.Ar.Eq. 878.

German (Pape)

[Seite 1049] mit einem Aermel, Ggstz vow ἀμφιμάσχαλος, Schol. Ar. Equ. 879 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερομάσχᾰλος: «χιτὼν δουλικὸς ἐργατικός. ἀπὸ τοῦ τὴν ἑτέραν μασχάλην ἔχειν ἐρραμένην» Ἡσύχ. - Κατὰ Πολυδεύκ. (Ζ΄, 47) «χιτὼν δὲ ἑτερομάσχαλος καὶ ἀμφιμάσχαλος, ὁ μὲν ἐλευθέρων σχῆμα, ὁ δὲ ἑτερομάσχαλος οἰκετῶν», πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22.

Greek Monolingual

ἑτερομάσχαλος, -ον (Α)
χιτώνας που άφηνε ακάλυπτο τον ένα ώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + μασχάλη, πρβλ. αμφι-μάσχαλος].