ἑτερώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερώνυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημοσιεύεται με [[ξένο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα κλάσματα» — κλάσματα που έχουν διαφορετικό παρονομαστή<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα φορτία» — τα ηλεκτρικά φορτία αντίθετου σημείου, δηλ. τα φορτία θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού που λαμβάνονται [[μαζί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετερωνύμως</i> (ΑΜ ἑτερωνύμως)<br />με [[άλλο]] όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, διαλεκτ. τ. του <i>όνομα</i>), με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει», <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερώνυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δημοσιεύεται με [[ξένο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα κλάσματα» — κλάσματα που έχουν διαφορετικό παρονομαστή<br /><b>4.</b> <b>(ηλεκτρ.)</b> <b>φρ.</b> «ετερώνυμα φορτία» — τα ηλεκτρικά φορτία αντίθετου σημείου, δηλ. τα φορτία θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού που λαμβάνονται [[μαζί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετερωνύμως</i> (ΑΜ ἑτερωνύμως)<br />με [[άλλο]] όνομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, διαλεκτ. τ. του <i>όνομα</i>), με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει», [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:09, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερώνῠμος Medium diacritics: ἑτερώνυμος Low diacritics: ετερώνυμος Capitals: ΕΤΕΡΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: heterṓnymos Transliteration B: heterōnymos Transliteration C: eteronymos Beta Code: e(terw/numos

English (LSJ)

ον, A with different designation, Simp. in Cat.38, Procl.in Prm.p.955 S. II with different denominator, Nicom.Ar.1.13, al.

German (Pape)

[Seite 1051] mit einem andern Namen, andersnamig, von der Zahl, Nicom. arithm. 1, 11. 3, 7 u. Gramm., auch im adv.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, -ον)
αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά
νεοελλ.
1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα
2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό
3. μαθημ. φρ. «ετερώνυμα κλάσματα» — κλάσματα που έχουν διαφορετικό παρονομαστή
4. (ηλεκτρ.) φρ. «ετερώνυμα φορτία» — τα ηλεκτρικά φορτία αντίθετου σημείου, δηλ. τα φορτία θετικού και αρνητικού ηλεκτρισμού που λαμβάνονται μαζί.
επίρρ...
ετερωνύμως (ΑΜ ἑτερωνύμως)
με άλλο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ωνυμος (< όνυμα, διαλεκτ. τ. του όνομα), με λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει», πρβλ. αν-ώνυμος].