θύμωμα: Difference between revisions
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[θύμωμα]]) [[[θυμώ]] (I)]<br />η [[οργή]], ο [[θυμός]].<br /><b>(II)</b><br />το<br /><b>ιατρ.</b> [[σπάνιος]] [[πρωτοπαθής]] όγκος του θύμου αδένα που θεωρείται [[πάντοτε]] κλινικώς [[κακοήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thymoma</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thymo</i>- ([[πρβλ]]. [[θύμος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ma</i> [[κατά]] τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α [[θύμωμα]]) [[[θυμώ]] (I)]<br />η [[οργή]], ο [[θυμός]].<br /><b>(II)</b><br />το<br /><b>ιατρ.</b> [[σπάνιος]] [[πρωτοπαθής]] όγκος του θύμου αδένα που θεωρείται [[πάντοτε]] κλινικώς [[κακοήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>thymoma</i> <span style="color: red;"><</span> <i>thymo</i>- ([[πρβλ]]. [[θύμος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ma</i> [[κατά]] τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[αγαλλίαμα]], [[εξόγκωμα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:05, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό, A wrath, passion, A.Eu.860(pl.); θ. τὸ πόντου Epigr.Gr.339.6 (Cyzicus).
German (Pape)
[Seite 1225] τό, der Zorn, Aesch. Eum. 822.
Greek (Liddell-Scott)
θύμωμα: ῡ, τό, ὡς καὶ νῦν, ὀργή, πάθος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 860, ἐν τῷ πληθ. (ἴδε ἄοινος)· θ. τὸ πόντου Συλλ. Ἐπιγρ. 3685 6.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mouvement de colère, colère.
Étymologie: θυμόω.
Greek Monolingual
(I)
το (Α θύμωμα) [[[θυμώ]] (I)]
η οργή, ο θυμός.
(II)
το
ιατρ. σπάνιος πρωτοπαθής όγκος του θύμου αδένα που θεωρείται πάντοτε κλινικώς κακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymoma < thymo- (πρβλ. θύμος) + -ma κατά τα ελλ. μεταρρηματικά παρ. σε -μα (πρβλ. αγαλλίαμα, εξόγκωμα)].
Greek Monotonic
θύμωμα: [ῡ], -ατος, τό (θυμόω), οργή, πάθος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θύμωμα: ατος (ῡ) τό гнев, злоба (ἐμμανεῖς θυμώμασιν Aesch.).