καμασῆνες: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμασῆνες]], -ήνων, οἱ (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] των ψαριών<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε <i>κάμασος</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σος</i> ([[πρβλ]]. <i>κόμπα</i>-<i>σος</i>, <i>πέτα</i>-<i>σος</i>). Ο τ. [[καμασῆνες]] συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>š</i><i>ā</i><i>mas</i>, λετον. <i>sams</i>, ρωσ. <i>som</i> και με τη λ. [[κάμαξ]].
|mltxt=[[καμασῆνες]], -ήνων, οἱ (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] των ψαριών<br /><b>2.</b> [[είδος]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε <i>κάμασος</i>, που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>σος</i> ([[πρβλ]]. [[κόμπασος]], [[πέτασος]]). Ο τ. [[καμασῆνες]] συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>š</i><i>ā</i><i>mas</i>, λετον. <i>sams</i>, ρωσ. <i>som</i> και με τη λ. [[κάμαξ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:12, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰσῆνες Medium diacritics: καμασῆνες Low diacritics: καμασήνες Capitals: ΚΑΜΑΣΗΝΕΣ
Transliteration A: kamasē̂nes Transliteration B: kamasēnes Transliteration C: kamasines Beta Code: kamash=nes

English (LSJ)

ων, οἱ, A fish, Emp.72, 74; a special kind of fish, AP11.20 (Antip. Thess.): sg., Hdn.Gr.2.923.

German (Pape)

[Seite 1316] οἱ, eine Art Fische; Antp. Th. 45 (XI, 20); Ath. VIII, 334 b, aus Empedocl. – Sing. καμασήν Hdn. περὶ μον. λ. p. 17, 7; bei Arcad. 8, 24 καμασσήν.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, εἶδος ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 11. 20· ἀλλὰ παρὰ Ἐμπεδ. 235, 285, ἐπὶ ἰχθύων ἐν γένει.

Greek Monolingual

καμασῆνες, -ήνων, οἱ (Α)
1. ονομασία των ψαριών
2. είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε κάμασος, που εμφανίζει επίθημα -σος (πρβλ. κόμπασος, πέτασος). Ο τ. καμασῆνες συνδέεται πιθ. με λιθουαν. šāmas, λετον. sams, ρωσ. som και με τη λ. κάμαξ.

Greek Monotonic

κᾰμᾰσῆνες: -ων, οἱ, είδος ψαριών, σε Ανθ. (ξέν. λέξη).

Middle Liddell


a kind of fish, Anth. [Foreign word.]