κεγχρίνης: Difference between revisions
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεγχρίνης]], ὁ (Α)<br />[[φίδι]] που έχει στο [[δέρμα]] εξογκώματα όμοια με [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], -<i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κεγχρίνης]], ὁ (Α)<br />[[φίδι]] που έχει στο [[δέρμα]] εξογκώματα όμοια με [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], -<i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> ([[πρβλ]]. [[ελαφίνης]], [[μοσχίνης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:21, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, is another species in Philum.Ven. 26.1, Nic.Th.463, Lyc.912, Paul.Aeg.5.18. III in Poll.1.248, κεγχριδίας and κεγχρίας are f.ll. for καχρυδίας.
κεγχρ-ίνης, ὁ, A v. κεγχρίας ΙΙ. II a bird, Suid.
German (Pape)
[Seite 1410] ὁ, dasselbe; Nic. Th. 463; Lycophr. 912.
Greek Monolingual
κεγχρίνης, ὁ (Α)
φίδι που έχει στο δέρμα εξογκώματα όμοια με κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, -ο + επίθημα -ίνης (πρβλ. ελαφίνης, μοσχίνης)].