κηριτρεφής: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κηριτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε [[αθλιότητα]] («[[ὑπὲρ]] κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φθείρει την [[υγεία]], αυτός που θανατώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κήρ</i> [Ι]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> ([[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κηριτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε [[αθλιότητα]] («[[ὑπὲρ]] κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φθείρει την [[υγεία]], αυτός που θανατώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κήρ</i> [Ι]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> ([[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[ανεμοτρεφής]], [[υδατοτρεφής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, τρέφω) A born to misery, ἄνθρωποι Hes.Op.418, cf. Orac. ap. Sch.E.Ph.638.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κηριτρεφής: -ές, (τρέφω) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, Συνέσ. 329C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 né pour le malheur, infortuné;
2 qui cause la mort.
Étymologie: κήρ, τρέφω.
Greek Monolingual
κηριτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.)
2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι- (< κήρ [Ι]) + -τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμοτρεφής, υδατοτρεφής].
Greek Monotonic
κηριτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που έχει συνθραφεί με την αθλιότητα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κηριτρεφής: рожденный на погибель, обреченный на смерть (ἄνθρωποι Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk.