κητόδορπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κητόδορπος]], -ον (Α)<br />αυτός που εφοδιάζει με [[τροφή]] τα θαλάσσια τέρατα («[[κητόδορπος]] [[συμφορά]]» — η [[συμφορά]] του να γίνει [[κανείς]] [[βορά]] τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, <b>Λυκόφρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δορπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόρπον]] «[[γεύμα]]»), [[πρβλ]]. <i>αποινό</i>-<i>δορπος</i>, <i>σύν</i>-<i>δορπος</i>].
|mltxt=[[κητόδορπος]], -ον (Α)<br />αυτός που εφοδιάζει με [[τροφή]] τα θαλάσσια τέρατα («[[κητόδορπος]] [[συμφορά]]» — η [[συμφορά]] του να γίνει [[κανείς]] [[βορά]] τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, <b>Λυκόφρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῆτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δορπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόρπον]] «[[γεύμα]]»), [[πρβλ]]. [[αποινόδορπος]], [[σύνδορπος]]].
}}
}}

Revision as of 18:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κητόδορπος Medium diacritics: κητόδορπος Low diacritics: κητόδορπος Capitals: ΚΗΤΟΔΟΡΠΟΣ
Transliteration A: kētódorpos Transliteration B: kētodorpos Transliteration C: kitodorpos Beta Code: khto/dorpos

English (LSJ)

συμφορά, , A supplying food for sea-monsters, Lyc. 954.

German (Pape)

[Seite 1435] den großen Meerfischen Fraß, Nahrung gebend, Lycophr. 954.

Greek (Liddell-Scott)

κητόδορπος: συμφορά, ἡ, τὸ νὰ καταστῇ τις βορὰ τῶν ἰχθύων, Λυσ. 954.

Greek Monolingual

κητόδορπος, -ον (Α)
αυτός που εφοδιάζει με τροφή τα θαλάσσια τέρατα («κητόδορπος συμφορά» — η συμφορά του να γίνει κανείς βορά τών κητών, να τον φάνε τα θαλάσσια τέρατα, Λυκόφρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -δορπος (< δόρπον «γεύμα»), πρβλ. αποινόδορπος, σύνδορπος].