κρατύς: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρατύς]], ὁ (Α)<br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[κρατερός]] («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατ</i>- (<b>βλ.</b> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύς</i> ([[πρβλ]]. <i>βραχ</i>-<i>ύς</i>, <i>πλατ</i>-<i>ύς</i>)].
|mltxt=[[κρατύς]], ὁ (Α)<br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[κρατερός]] («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατ</i>- (<b>βλ.</b> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύς</i> ([[πρβλ]]. [[βραχύς]], [[πλατύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτύς Medium diacritics: κρατύς Low diacritics: κρατύς Capitals: ΚΡΑΤΥΣ
Transliteration A: kratýs Transliteration B: kratys Transliteration C: kratys Beta Code: kratu/s

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, A strong, mighty, in Hom. always epithet of Hermes, κρατὺς Ἀργειφόντης Il.16.181,24.345, Od.5.49. (For a doubtful fem. κράταια, v. κραταιίς.)

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτύς: ῠ, εως, ὁ, ὡς τὸ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, κρατὺς Ἀργειφόντης Ἰλ. Π. 181., Ω. 345, Ὀδ. Ε. 49· πρβλ. κράτιστος.

French (Bailly abrégé)

adj. m.
seul. nomin.
fort, puissant.
Étymologie: κράτος.

English (Autenrieth)

= κρατερός, epithet of Hermes.

Greek Monolingual

κρατύς, ὁ (Α)
ισχυρός, δυνατός, κρατερός («τῆς δὲ κρατὺς Ἀργεϊφόντης ἠράσατο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ- (βλ. κράτος) + επίθημα -ύς (πρβλ. βραχύς, πλατύς)].

Greek Monotonic

κρᾰτύς: [ῠ], ὁ, όπως το κρατερός, δυνατός, κραταιός, ισχυρός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτύς: (ῠ) adj. m могучий (Ἀργεϊφόντης Hom., HH).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατύς [~ κράτος] alleen Hom., sterk, machtig: κ. Ἀργεϊφόντης de sterke Argosdoder ( epithet van Hermes).

Middle Liddell

strong, mighty, Hom.