λιμνοφυής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[λιμνοφυής]], -ές)<br />αυτός που φυτρώνει [[μέσα]] σε [[λίμνη]] ή σε όχθη λίμνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i> [[ἡ]] ή [[φύος]] τὸ <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ιδιο</i>-<i>φυής</i>, <i>τριχο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[λιμνοφυής]], -ές)<br />αυτός που φυτρώνει [[μέσα]] σε [[λίμνη]] ή σε όχθη λίμνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i> [[ἡ]] ή [[φύος]] τὸ <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. [[ιδιοφυής]], [[τριχοφυής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνοφῠής Medium diacritics: λιμνοφυής Low diacritics: λιμνοφυής Capitals: ΛΙΜΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: limnophyḗs Transliteration B: limnophyēs Transliteration C: limnofyis Beta Code: limnofuh/s

English (LSJ)

ές, A marsh-born, δόναξ AP6.23.

German (Pape)

[Seite 48] δόναξ, im Sumpf gewachsen, Ep. ad. 128 (VI, 23).

Greek (Liddell-Scott)

λιμνοφῠής: -ές, ὁ φυόμενος ἐν λίμναις ἢ ἕλεσι, λιμν. δόναξ Ἀνθ. Π. 6. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui croît dans les marais.
Étymologie: λίμνη, φύω.

Greek Monolingual

-ές (Α λιμνοφυής, -ές)
αυτός που φυτρώνει μέσα σε λίμνη ή σε όχθη λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -φυής (< φυή ή φύος τὸ < φύομαι), πρβλ. ιδιοφυής, τριχοφυής].

Greek Monotonic

λιμνοφῠής: -ές (φύομαι), αυτός που φυτρώνει στις λίμνες ή στα έλη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λιμνοφῠής: растущий в стоячих водах, болотный (δόναξ Anth.).

Middle Liddell

λιμνο-φυής, ές [φύομαι]
marsh-born, Anth.